Σφάλλοντας γόνιμα

Από τα πιο γραφικά διδακτικά ανέκδοτα είναι κι εκείνο, όταν δύο διαδοχικά λάθη αναιρούν ένα το άλλο κι ο μαθητής κορδώνεται θριαμβευτικά, διεκδικώντας - εις μάτην - τις χαμένες βαθμολογικές μονάδες του. Φέτος έγινα μάρτυρας μιας επιπλέον εκδοχής, περισσότερο προσωπικής, μα εξίσου θαυμάσιας κατάληξης : δυο λάθη, τα οποία συζεύγνυνται αντί να αναιρούνται σε μια σύλληψη π' ουδέποτε θα πέρναγε αλλιώτικα απ' το νου. Μια παραφωνία μόνη της είναι απλά παραφωνία, μα δύο φάλτσα απανωτά μπορεί να σημαίνουν τη γέννηση μιας νέας μελωδίας. Κι εκεί όπου χάνεται το νόημα δις, ξάφνου αναδύεται ένα καινούργιο νόημα, ένα μετα-νόημα να, μετά συγχωρήσεως, απ' όπου βγαίνεις πλουσιότερος από πλούσιος, με πολλαπλάσιο επιτόκιο από 'κείνο που επένδυσες. Και να φανταστεί κανείς πως το μόνο που 'χα επενδυμένο ήταν αυγουστιάτικη νωθρότητα και ημιμάθεια. Όλα ετούτα συνέβησαν φέτος, κάπου στα Κύθηρα, κρατώντας στα χέρια μου το πρωτοσέλιδο μιας τουριστικής φυλλάδας, από εκείνες που έβρισκε κανείς όπου σταθεί κι όπου βρεθεί - εφόσον διαφήμιζαν περισσότερο τους καταστηματάρχες του νησιού απ' το νησί το ίδιο.

Έφαγα ατελέσφορα τον κόσμο να βρω που το 'χα φυλαγμένο, εκείνο το τσαλακωμένο, γεμάτο αλμύρα αντίτυπο. Εξαερώθηκε, το πιθανότερο, μέσα στον αδυσώπητο, πυκνό χωρόχρονο της Αθήνας, όπως κι οι ρομαντικές προσδοκίες μιας καθημερινότητας που δε σε ξεφτιλίζει. Προσδοκίες, από κείνες που οραματίζονται συνήθως οι άνθρωποι, κουλουριασμένοι σε μιαν άμμο μητρική και άχρονη, βυζαίνοντας την ύπαρξη και τους ίσκιους από τ' αρμυρίκια. Τέλος πάντων, η ελάχιστη τούτη βιβλιογραφία μου έκανε φτερά κι έτσι πρέπει πια να βασιστώ μόνο στη μνήμη. Σε μια λογοτεχνική εισαγωγή για τα Κύθηρα, λοιπόν, είχε επιλέξει ο συντάκτης ένα απόσπασμα απ' τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Σμυρναίου Βίωνος, βουκολικού ποιητή του 2ου αιώνα π.Χ. Για την ακρίβεια δε συνιστούσαν καν απόσπασμα, εκείνα τα τσιγγούνικα υπολείμματα στίχων :

«Αιαί ταν Κυθέρειαν», επαιάζουσιν Έρωτες.
«Αλί της της Κυθέρειας», ο Έρωτες θρηνούνε.

[ ... ]

«Αιαί ταν Κυθέρειαν, απώλετο καλός Άδωνις».
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνις εχάθη».

Ή κάπως έτσι, καθώς τολμώ να παραδεχτώ πως - ελλείψει πρωτοτύπου - συμπλήρωσα στους στίχους τους αντί-στιχους, αναζητώντας στο διαδίκτυο την πιστότερη προς τη μνήμη μου μετάφραση, πράγμα που αισθάνθηκα, πιότερο με τα σωθικά παρά τη μνήμη, στην απόδοση εκείνη του Παντελή Μπουκαλά.

Τώρα τα δυο λάθη που γίνηκαν απανωτά είναι τα παρακάτω και είναι μάλλον ισοδύναμα. Δεν πήρα χαμπάρι δηλαδή ούτε πως διάβαζα, πλεγμένα μεταξύ τους, πρωτότυπο κείμενο με τη μετάφραση, ούτε πως διάβαζα δις, το ίδιο πράγμα ακριβώς. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για δύο ξέχωρα λάθη, μα περισσότερο για ένα λάθος διφυές : λάθος γλωσσικό από τη μία και λάθος νοηματικό απ' την άλλη. Μα έχουν και τα δυο τη σημασία τους. Σε τούτο το μικρό απόσπασμα, τα παντελώς άγνωστα «αιαί» και «επαιάζουσιν» βρίσκουνε άμεσα αντίβαρο στα συμφραζόμενα κι έμμεσα στην συνημμένη μετάφραση. Μ' ακόμα κι αν πιάσει κανείς αδαής - όπως εγώ - να διαβάσει ολάκερο το ποίημα στο πρωτότυπο , θ' ανακαλύψει έκπληκτος πως αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα από ψήγματα. Θ' ανακαλύψει πως ολόκληρα νοήματα έχουνε μείνει, ουσιαστικά, ανέγγιχτα απ' το χρόνο κι η γλώσσα που ξεδιπλώνεται μπροστά του δεν είναι βαρβαρικά κι αλαμπουρνέζικα, μ' αντίθετα ένας αντίλαλος της ίδιας του της σκέψης, μι' αντήχηση ενός βαθύτερου εαυτού που ριζώνει δυο χιλιάδες χρόνια πριν και παραπίσω. Εκείνοι που μιλούν για νεκρή γλώσσα και άλλα εμβριθή, μπροστά στο θαύμα τούτο, φαντάζουν τώρα αλαφρείς και κωμικοί. Ένας ζωντανός οργανισμός (όπως η γλώσσα) δεν πεθαίνει με τον τρόπο, που νοούν οι βαρυλογούντες, παρά μετασχηματίζεται, ωριμάζει, προχωρά, ανασαίνει, παλεύει, καλειδοσκοπεί, περικλείει και προοικονομεί. Ο θάνατος της αρχαίας ελληνικής δεν είναι καν ευφημισμός, είναι απλά μια φράση παντελώς κενή νοήματος. Όμοια σα να πει κανείς πως εκείνα τα παιδικά χεράκια που 'μαθαν κάποτε να ψηλαφούν τον κόσμο, πέθαναν κάποτε, αποσυντέθηκαν, προκειμένου να δώσουν τη θέση τους στα σημερινά ενήλικα μπράτσα. Δεν έχει νόημα να μιλάς για θάνατο και γέννηση στα πράγματα εκείνα που 'χουν συνέχεια. Δεν γίνεται να προσεγγίζει κανείς με σκέψη στατική 'κείνο που ρέει ή να ζυγίζει μ' ιατροδικαστικό νυστέρι το ισοζύγιο μίας παλλόμενης καρδιάς. Κι ούτε έχει νόημα αληθινό να πει κανείς : 'δω σταματά η ζωή, ένα ποτάμι, 'κει ξεκινάει.

Ετούτη η αδιάσπαστη συνέχεια - σχεδόν αφανής στην πραγματική της έκταση στο ελάχιστο απόσπασμα των Κυθήρων - μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση - έτσι επιπόλαια ως διάβαζα - πως διάβαζα κείμενο γλωσσικά ενιαίο κι ομοιογενές. Κι ούτε η νοηματική επανάληψη ξύπνησε μέσα μου την υποψία, μ' αντιθέτως επίρρωσε το συναίσθημα του θρήνου, σε βαθμό που ένιωσα πως διαβάζω πια δημοτικό τραγούδι, παρά το Βίωνα μια χιλιετία πριν το Διγενή. Κι είναι στο σημείο ετούτο που γεννήθηκε η κύρια παρεξήγηση, στ' όνομα της οποίας σκαρώνω, σήμερα, τις νοηματικές αυτές καλικατζούρες. Νόμισα δηλαδή - ο αφελής - ότι στεκόμουν ενώπιον μια κραυγαλέας ένδειξης πως το δημοτικό τραγούδι αποτέλεσε αδιάσπαστη, οργανική συνέχεια του λυρικού λόγου και της αρχαίας λαϊκής έκφρασης. Για μια στιγμή, αισθάνθηκα να στέκω μπρος σε μιαν θεμελιακή αποκάλυψη, όμοια μ' εκείνον ο οποίος ανακαλύπτει πως οι θετοί γονείς του, εξαιτίας κάποιας σατανικής ληξιαρχικής παρεξήγησης, ήτανε τελικά - δίχως κανείς να υποψιάζεται - οι πραγματικοί, χαμένοι του γονείς. Πήρα χαρά ανείπωτη κι έβαλα στόχο, σαν λήξουνε οι μέρες της ανεμελιάς, να ψάξω το θέμα αυτό βαθύτερα.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται λιγότερο υποκείμενη στις προσδοκίες του κάθε παρα-φιλόλογου της παραλίας. Περισσότερη πολύπλοκη, απαιτεί απ' τον μελετητή να περιφέρεται στις πηγές με μικρότερα καλάθια και μεγαλύτερη καλλιέργεια, από 'κείνη του 'χω διαβάσει και διακόσια-πενήντα γραμμάρια ποίηση. Κι ωστόσο, η παρατήρηση δεν ήταν παντελώς άσχετη ή ανυπόστατη κι όπως μαθαίνει κανείς από τούτο το κατατοπιστικό και μετρημένο άρθρο , κάποιου καλού Ερατοσθένη Καψωμένου, δεν είμαι προφανώς ο πρώτος που αναρωτήθηκε ως προς την προ-αναφερθείσα σχέση κι υπάρχουν ακόμη πολλοί δυναμικοί συσχετισμοί, οι οποίοι περιμένουν κάποτε να εξεταστούν υπομονετικά. Από το άρθρο τούτο και μόνο, ανοίγεται μπροστά στα μάτια του αδαούς ένας ολόκληρος κόσμος να εξερευνηθεί, τέτοιος που δεν του φτάνουν δυο ζωές.

Όμως εδώ, επιθυμούσα μόνο να κάνω μνεία σε μια μου σκέψη πρωτόγνωρη κι απρόσμενα γόνιμη κι όχι να επιδοθώ σε διεξοδική ανάλυση αντικειμένων που διόλου δεν κατέχω. Ο κόσμος της λυρικής ποίησης, που 'στεκε παραπεταμένος κι αδιάφορος, καθώς τίποτε δε με συνέδεε συναισθηματικά μαζί του, ανοίγεται πλέον μπροστά μου σε μιαν αστείρευτη υπόσχεση. Με κίνητρο, όχι βεβαίως, να εκβιάσω συμπεράσματα και συναρτήσεις εκεί που δεν υπάρχουν, αλλ' αντιθέτως να κινηθώ με αγάπη σ' ένα χώρο για μένανε καινούργιο, πολυδιάστατο και γεμάτο θησαυρούς. Κι αν μέσα στους θησαυρούς αυτούς ανακαλύψω έναν ακόμα, σύμφωνο μ' εκείνη την πρωταρχική μου κι ανυπόστατη έκπληξη, ας είναι μι' ανταμοιβή παραπανίσια. Από το «Χελιδόνισμα της Ρόδου» , μέχρι τη Μελιδόνα της Βέροιας, η χρονική απόσταση μπορεί να 'ναι αγεφύρωτη ή πάλι μπορεί να 'τανε μόλις χθες, που το ίδιο αιώνιο παιδί μας χτύπησε την πόρτα, που το ίδιο χαμόγελο φτερούγισε αναλλοίωτο απ' τις στέγες και κούρνιασε στα στόματα.

Μα κι αυτός ο Επιτάφιος του Βίωνα δε μας αφήνει παραπονεμένους, φυλάσσοντας στην κατακλείδα του μία παράκληση τόσο πια γνώριμη, ώστε φτιάχνει σε τούτη τη μικρή γωνιά της γης ένα σώμα και μία ψυχή σχεδόν ανέσπερα κι όπου ο χρόνος παύει να 'χει νόημα σωστό. Από το «Λῆγε γόων, Κυθέρεια, τὸ σάμερον, ἴσχεο κομμῶν» ίσαμε το «Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις», δεκαπέντε αιώνες στο κατόπι της Αφροδίτης, απομένει γυμνή και άχρονη η ίδια γλυκόλαλη παραμυθία, το ίδιο γεφύρωμα ελπίδας, από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Ή ορθότερα, απ' τον εφήμερο άνθρωπο που 'χει ανδρωθεί μέσα στον πόνο της απώλειας, το πλάσμα που στέριωσε τα πάντα στη γλιστράδα της λασπουριάς, προς την απαρηγόρητη θεότητα που στέκει ανήμπορη απέναντι στη ξένη προς τη φύση της θνητότητα, που στέκει αμήχανη μπρος στην αδικαιολόγητη, σχεδόν παράλογη φθορά του κάλλους.

Υστερόγραφο

Νομίζω με διαφορά η πληρέστερη ανάρτηση, πάνω στο θέμα :