Σφάλλοντας γόνιμα

Από τα πιο γραφικά διδακτικά ανέκδοτα είναι κι εκείνο, όταν δύο διαδοχικά λάθη αναιρούν ένα το άλλο κι ο μαθητής κορδώνεται θριαμβευτικά, διεκδικώντας - εις μάτην - τις χαμένες βαθμολογικές μονάδες του. Φέτος έγινα μάρτυρας μιας επιπλέον εκδοχής, περισσότερο προσωπικής, μα εξίσου θαυμάσιας κατάληξης : δυο λάθη, τα οποία συζεύγνυνται αντί να αναιρούνται σε μια σύλληψη π' ουδέποτε θα πέρναγε αλλιώτικα απ' το νου. Μια παραφωνία μόνη της είναι απλά παραφωνία, μα δύο φάλτσα απανωτά μπορεί να σημαίνουν τη γέννηση μιας νέας μελωδίας. Κι εκεί όπου χάνεται το νόημα δις, ξάφνου αναδύεται ένα καινούργιο νόημα, ένα μετα-νόημα να, μετά συγχωρήσεως, απ' όπου βγαίνεις πλουσιότερος από πλούσιος, με πολλαπλάσιο επιτόκιο από 'κείνο που επένδυσες. Και να φανταστεί κανείς πως το μόνο που 'χα επενδυμένο ήταν αυγουστιάτικη νωθρότητα και ημιμάθεια. Όλα ετούτα συνέβησαν φέτος, κάπου στα Κύθηρα, κρατώντας στα χέρια μου το πρωτοσέλιδο μιας τουριστικής φυλλάδας, από εκείνες που έβρισκε κανείς όπου σταθεί κι όπου βρεθεί - εφόσον διαφήμιζαν περισσότερο τους καταστηματάρχες του νησιού απ' το νησί το ίδιο.

Έφαγα ατελέσφορα τον κόσμο να βρω που το 'χα φυλαγμένο, εκείνο το τσαλακωμένο, γεμάτο αλμύρα αντίτυπο. Εξαερώθηκε, το πιθανότερο, μέσα στον αδυσώπητο, πυκνό χωρόχρονο της Αθήνας, όπως κι οι ρομαντικές προσδοκίες μιας καθημερινότητας που δε σε ξεφτιλίζει. Προσδοκίες, από κείνες που οραματίζονται συνήθως οι άνθρωποι, κουλουριασμένοι σε μιαν άμμο μητρική και άχρονη, βυζαίνοντας την ύπαρξη και τους ίσκιους από τ' αρμυρίκια. Τέλος πάντων, η ελάχιστη τούτη βιβλιογραφία μου έκανε φτερά κι έτσι πρέπει πια να βασιστώ μόνο στη μνήμη. Σε μια λογοτεχνική εισαγωγή για τα Κύθηρα, λοιπόν, είχε επιλέξει ο συντάκτης ένα απόσπασμα απ' τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Σμυρναίου Βίωνος, βουκολικού ποιητή του 2ου αιώνα π.Χ. Για την ακρίβεια δε συνιστούσαν καν απόσπασμα, εκείνα τα τσιγγούνικα υπολείμματα στίχων :

«Αιαί ταν Κυθέρειαν», επαιάζουσιν Έρωτες.
«Αλί της της Κυθέρειας», ο Έρωτες θρηνούνε.

[ ... ]

«Αιαί ταν Κυθέρειαν, απώλετο καλός Άδωνις».
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνις εχάθη».

Ή κάπως έτσι, καθώς τολμώ να παραδεχτώ πως - ελλείψει πρωτοτύπου - συμπλήρωσα στους στίχους τους αντί-στιχους, αναζητώντας στο διαδίκτυο την πιστότερη προς τη μνήμη μου μετάφραση, πράγμα που αισθάνθηκα, πιότερο με τα σωθικά παρά τη μνήμη, στην απόδοση εκείνη του Παντελή Μπουκαλά.

Τώρα τα δυο λάθη που γίνηκαν απανωτά είναι τα παρακάτω και είναι μάλλον ισοδύναμα. Δεν πήρα χαμπάρι δηλαδή ούτε πως διάβαζα, πλεγμένα μεταξύ τους, πρωτότυπο κείμενο με τη μετάφραση, ούτε πως διάβαζα δις, το ίδιο πράγμα ακριβώς. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για δύο ξέχωρα λάθη, μα περισσότερο για ένα λάθος διφυές : λάθος γλωσσικό από τη μία και λάθος νοηματικό απ' την άλλη. Μα έχουν και τα δυο τη σημασία τους. Σε τούτο το μικρό απόσπασμα, τα παντελώς άγνωστα «αιαί» και «επαιάζουσιν» βρίσκουνε άμεσα αντίβαρο στα συμφραζόμενα κι έμμεσα στην συνημμένη μετάφραση. Μ' ακόμα κι αν πιάσει κανείς αδαής - όπως εγώ - να διαβάσει ολάκερο το ποίημα στο πρωτότυπο , θ' ανακαλύψει έκπληκτος πως αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα από ψήγματα. Θ' ανακαλύψει πως ολόκληρα νοήματα έχουνε μείνει, ουσιαστικά, ανέγγιχτα απ' το χρόνο κι η γλώσσα που ξεδιπλώνεται μπροστά του δεν είναι βαρβαρικά κι αλαμπουρνέζικα, μ' αντίθετα ένας αντίλαλος της ίδιας του της σκέψης, μι' αντήχηση ενός βαθύτερου εαυτού που ριζώνει δυο χιλιάδες χρόνια πριν και παραπίσω. Εκείνοι που μιλούν για νεκρή γλώσσα και άλλα εμβριθή, μπροστά στο θαύμα τούτο, φαντάζουν τώρα αλαφρείς και κωμικοί. Ένας ζωντανός οργανισμός (όπως η γλώσσα) δεν πεθαίνει με τον τρόπο, που νοούν οι βαρυλογούντες, παρά μετασχηματίζεται, ωριμάζει, προχωρά, ανασαίνει, παλεύει, καλειδοσκοπεί, περικλείει και προοικονομεί. Ο θάνατος της αρχαίας ελληνικής δεν είναι καν ευφημισμός, είναι απλά μια φράση παντελώς κενή νοήματος. Όμοια σα να πει κανείς πως εκείνα τα παιδικά χεράκια που 'μαθαν κάποτε να ψηλαφούν τον κόσμο, πέθαναν κάποτε, αποσυντέθηκαν, προκειμένου να δώσουν τη θέση τους στα σημερινά ενήλικα μπράτσα. Δεν έχει νόημα να μιλάς για θάνατο και γέννηση στα πράγματα εκείνα που 'χουν συνέχεια. Δεν γίνεται να προσεγγίζει κανείς με σκέψη στατική 'κείνο που ρέει ή να ζυγίζει μ' ιατροδικαστικό νυστέρι το ισοζύγιο μίας παλλόμενης καρδιάς. Κι ούτε έχει νόημα αληθινό να πει κανείς : 'δω σταματά η ζωή, ένα ποτάμι, 'κει ξεκινάει.

Ετούτη η αδιάσπαστη συνέχεια - σχεδόν αφανής στην πραγματική της έκταση στο ελάχιστο απόσπασμα των Κυθήρων - μου δημιούργησε την ψευδαίσθηση - έτσι επιπόλαια ως διάβαζα - πως διάβαζα κείμενο γλωσσικά ενιαίο κι ομοιογενές. Κι ούτε η νοηματική επανάληψη ξύπνησε μέσα μου την υποψία, μ' αντιθέτως επίρρωσε το συναίσθημα του θρήνου, σε βαθμό που ένιωσα πως διαβάζω πια δημοτικό τραγούδι, παρά το Βίωνα μια χιλιετία πριν το Διγενή. Κι είναι στο σημείο ετούτο που γεννήθηκε η κύρια παρεξήγηση, στ' όνομα της οποίας σκαρώνω, σήμερα, τις νοηματικές αυτές καλικατζούρες. Νόμισα δηλαδή - ο αφελής - ότι στεκόμουν ενώπιον μια κραυγαλέας ένδειξης πως το δημοτικό τραγούδι αποτέλεσε αδιάσπαστη, οργανική συνέχεια του λυρικού λόγου και της αρχαίας λαϊκής έκφρασης. Για μια στιγμή, αισθάνθηκα να στέκω μπρος σε μιαν θεμελιακή αποκάλυψη, όμοια μ' εκείνον ο οποίος ανακαλύπτει πως οι θετοί γονείς του, εξαιτίας κάποιας σατανικής ληξιαρχικής παρεξήγησης, ήτανε τελικά - δίχως κανείς να υποψιάζεται - οι πραγματικοί, χαμένοι του γονείς. Πήρα χαρά ανείπωτη κι έβαλα στόχο, σαν λήξουνε οι μέρες της ανεμελιάς, να ψάξω το θέμα αυτό βαθύτερα.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται λιγότερο υποκείμενη στις προσδοκίες του κάθε παρα-φιλόλογου της παραλίας. Περισσότερη πολύπλοκη, απαιτεί απ' τον μελετητή να περιφέρεται στις πηγές με μικρότερα καλάθια και μεγαλύτερη καλλιέργεια, από 'κείνη του 'χω διαβάσει και διακόσια-πενήντα γραμμάρια ποίηση. Κι ωστόσο, η παρατήρηση δεν ήταν παντελώς άσχετη ή ανυπόστατη κι όπως μαθαίνει κανείς από τούτο το κατατοπιστικό και μετρημένο άρθρο , κάποιου καλού Ερατοσθένη Καψωμένου, δεν είμαι προφανώς ο πρώτος που αναρωτήθηκε ως προς την προ-αναφερθείσα σχέση κι υπάρχουν ακόμη πολλοί δυναμικοί συσχετισμοί, οι οποίοι περιμένουν κάποτε να εξεταστούν υπομονετικά. Από το άρθρο τούτο και μόνο, ανοίγεται μπροστά στα μάτια του αδαούς ένας ολόκληρος κόσμος να εξερευνηθεί, τέτοιος που δεν του φτάνουν δυο ζωές.

Όμως εδώ, επιθυμούσα μόνο να κάνω μνεία σε μια μου σκέψη πρωτόγνωρη κι απρόσμενα γόνιμη κι όχι να επιδοθώ σε διεξοδική ανάλυση αντικειμένων που διόλου δεν κατέχω. Ο κόσμος της λυρικής ποίησης, που 'στεκε παραπεταμένος κι αδιάφορος, καθώς τίποτε δε με συνέδεε συναισθηματικά μαζί του, ανοίγεται πλέον μπροστά μου σε μιαν αστείρευτη υπόσχεση. Με κίνητρο, όχι βεβαίως, να εκβιάσω συμπεράσματα και συναρτήσεις εκεί που δεν υπάρχουν, αλλ' αντιθέτως να κινηθώ με αγάπη σ' ένα χώρο για μένανε καινούργιο, πολυδιάστατο και γεμάτο θησαυρούς. Κι αν μέσα στους θησαυρούς αυτούς ανακαλύψω έναν ακόμα, σύμφωνο μ' εκείνη την πρωταρχική μου κι ανυπόστατη έκπληξη, ας είναι μι' ανταμοιβή παραπανίσια. Από το «Χελιδόνισμα της Ρόδου» , μέχρι τη Μελιδόνα της Βέροιας, η χρονική απόσταση μπορεί να 'ναι αγεφύρωτη ή πάλι μπορεί να 'τανε μόλις χθες, που το ίδιο αιώνιο παιδί μας χτύπησε την πόρτα, που το ίδιο χαμόγελο φτερούγισε αναλλοίωτο απ' τις στέγες και κούρνιασε στα στόματα.

Μα κι αυτός ο Επιτάφιος του Βίωνα δε μας αφήνει παραπονεμένους, φυλάσσοντας στην κατακλείδα του μία παράκληση τόσο πια γνώριμη, ώστε φτιάχνει σε τούτη τη μικρή γωνιά της γης ένα σώμα και μία ψυχή σχεδόν ανέσπερα κι όπου ο χρόνος παύει να 'χει νόημα σωστό. Από το «Λῆγε γόων, Κυθέρεια, τὸ σάμερον, ἴσχεο κομμῶν» ίσαμε το «Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις», δεκαπέντε αιώνες στο κατόπι της Αφροδίτης, απομένει γυμνή και άχρονη η ίδια γλυκόλαλη παραμυθία, το ίδιο γεφύρωμα ελπίδας, από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Ή ορθότερα, απ' τον εφήμερο άνθρωπο που 'χει ανδρωθεί μέσα στον πόνο της απώλειας, το πλάσμα που στέριωσε τα πάντα στη γλιστράδα της λασπουριάς, προς την απαρηγόρητη θεότητα που στέκει ανήμπορη απέναντι στη ξένη προς τη φύση της θνητότητα, που στέκει αμήχανη μπρος στην αδικαιολόγητη, σχεδόν παράλογη φθορά του κάλλους.

Υστερόγραφο

Νομίζω με διαφορά η πληρέστερη ανάρτηση, πάνω στο θέμα :

Caritas Romana

Για κάποιο λόγο που θα διαφεύγει παντοτινά της μνήμης, κατέληξα κάποτε να διαβάζω για τούτο το περιστατικό, το οποίο έμεινε καταγεγραμμένο στην ανθρώπινη ιστορία (ή το θρύλο) ως «Ρωμαϊκή ευσπλαχνία». Δε θα χάσω το χρόνο μου (ή το δικό σας) επαναλαμβάνοντας εδώ την ιστορία της νεαρής Πέρο και του πατέρα της. Διαβάζοντας τη μικρή αυτή ανθρώπινη ιστορία, είναι αδύνατο να μην κουτρουβιαλιαστεί ο νους πίσω, σ' εκείνη την τρυφερή εφηβεία όταν πρωτοδιάβασα τα «Σταφύλια της οργής». Αν κι έχουν περάσει στα σίγουρα πάνω από 20-25 χρόνια, η μνήμη εκείνου του αμήχανου επιλόγου παρέμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη, σχεδόν με βία.

Στην πραγματικότητα, «αμήχανος» είναι μια άγαρμπη έκφραση και κάπως του ποδαριού, για έναν επίλογο με πλάτος και με βάθος τέτοια, που να τον περιγράψεις με λέξεις είναι σα να θες να περιφράξεις τον ωκεανό με συρματόπλεγμα. Μα δεν ξέρω κι εγώ με ποιον τρόπο θα μπορούσα να χωρέσω κάπου - οπουδήποτε - εκείνα τα ανάμεικτα συναισθήματα μιας κατακλείδας που σε ραπίζει στο πρόσωπο, με τόση αναπάντεχη σφοδρότητα. Γιατί μήτε νοηματικά αλλά μήτε δομικά, υπάρχει καμία κλιμάκωση που να σε προειδοποιεί ή αποφόρτιση που να σε στέλνει στην ευχή του θεού. Όλα λήγουν μέσα σε ένα αστραπιαίο στιγμιότυπο, με την ίδια δριμύτητα - κι ανομολόγητη φυσικότητα - που ένα όχημα θα μπορούσε να παρασύρει εκείνον που κρατάς από το χέρι κι είναι ξαφνικά νεκρός, όταν μια ανάσα πριν χαμογελούσε. Βέβαια, στα μυθιστορήματα του Στάινμπεκ το χαμόγελο δεν περισσεύει στους ανθρώπους. Θα μπορούσε, βέβαια, να τονε πει κανείς γλυκόπικρο (ή κάποιο συνώνυμο) ετούτο τον επίλογο, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο αντίστοιχο με τα δύο θεμελιώδη συναισθήματα που (μου) είχε προκαλέσει : από τη μία την απόγνωση κι από την άλλη μιαν ασυνείδητη ελπίδα - όμως ελπίδα βαριά και δύσπεπτη. Απόγνωση μιας μοίρας, που στα μάτια της ηλικίας εκείνης φάνταζε ως η απόλυτη κατάντια κι απογύμνωση του ανθρώπου απ' την αξιοπρέπεια, την ίδια στιγμή που - για λόγους τους οποίους δε θα μπορούσα, τότε, να εξηγήσω - αχτινοβολούσε ένα αμυδρό φως μιας ανέκφαστης τρυφεράδας, την οποία δεν είχα συναντήσει σε κανένα θρησκευτικό βιβλίο ή λόγο αυθεντικό. Ήταν μία απ' τις πρώτες μυήσεις σε μιαν αγάπη βαθιά, μιαν αγάπη που δύσκολα μεταλαμπαδεύει κανείς με λόγια ∙ αν δε μπορεί με την πράξη, τότε δε μπορεί καθόλου. Μι' αγάπη που εξίσου δύσκολα μπορεί κανείς ν' αναγνωρίσει (ή να χωνέψει) στην πραγματική της έκταση, καθώς είναι χρεία να αποκαθάρει πρώτα τη συνείδηση από τις πνιγηρές προσμίξεις του εφήμερου και του ανόητου - κάτι σχεδόν αδύνατο για τους πολλούς.

Γιατί, βλέπετε, υπήρχε κι εκείνη η αιχμηρή απέχθεια, μια πηγαία σιχαμάρα, απέναντι σε τούτη τη σκηνή, όπου φάνταζε εν πρώτοις χυδαία : ένα τρυφερό κορίτσι γυμνώνει το στήθος του για να το αποθέσει στα ξεραμένα χείλη ενός αφυδατωμένου κι ετοιμοθάνατου πενηντάρη. Εκείνο που η σιχαμάρα δε μ' άφηνε τότε να δω ήταν πως η απογύμνωση αυτή δεν ήταν απογύμνωση απ' την αξιοπρέπεια (όπως θαρρούσα), μ' απογύμνωση από την ανθρώπινη επίφαση κι αποκάλυψη της αληθινής αξιοπρέπειας. Θεέ! Τίποτε λιγότερο από περίλαμπρη αποκάλυψη μιας πλέον βαθιάς κι αμόλυντης φύσης, την οποία ο άνθρωπος κατέχει και την οποία η καθημερινή οχλαγωγία αφανίζει! Γιατί ακόμα κι όταν ο άνθρωπος αποστερείται κάθε υλικής αιτιολόγησης και κάθε επάρκειας, ακόμα και τότε απομένει στον άνθρωπο αυτό το κάτι, το μη μηδενικό και ταυτόχρονα μείζον : μπορεί πάντα να προσφέρει τον εαυτό του. Μπορεί να προσφέρει τον ίδιο του το σώμα, την ίδια του την ύπαρξη, σε όλη την ανείπωτη καθαρότητά της. Η ίδια η ύπαρξη γίνεται από μόνη της δώρο και προσφορά, μπολιάζει τον κόσμο ζωή, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Ετούτη η άρρητη αγάπη, δεν έχει χρεία ανταλλάγματος, δεν είναι συναλλαγή, είναι τρόπος να υπάρχεις φτιαγμένος από τα ίδια πρωτογενή υλικά που 'ναι φτιαγμένες οι ανάσες κι οι ιστοί των σπλάχνων. Δεν κοιτάζει χρώμα, φύλλο, ηλικία και στην τελική ούτε είδος, οικογένεια κι ομοταξία.

Και το λέω αυτό, καθώς έχετε πιθανότατα γνώση της θαυμάσιας εκείνης φωτογραφίας , όπου μια νεαρή Ινδή της φυλής των Bishnoi θηλάζει απ' τη μία ένα ορφανό μωρό κι από την άλλη ένα απ' τα ζωντανά της, μια μικρή ινδική γαζέλα. Εδώ γίνεται φανερό, με τρόπο σχεδόν σοκαριστικό για έναν καλοσιδερωμένο σβέρκο, ότι εκείνο που στον ολοκληρωμένο άνθρωπο είναι φυσική συνέχεια της πράξης και της ύπαρξής του, στον τεμαχισμένο και τραγελαφικό δυτικό άνθρωπο φαντάζει πτωτικό και ζωώδες. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αντιστροφή ενος ανθρώπινου πολιτισμού, ο οποίος αντί να ενισχύει τον άνθρωπο και τη βαθιά του φύση του τον αποκαθηλώνει και τον εξανδραποδίζει στο επίπλαστο. Έτσι ο άνθρωπος καταλήγει μικρόψυχος και συνεκδοχικά μικρόνους (ή αντίστροφα). Δηλαδή, παρότι ευφυής, ο άνθρωπος καταλήγει άνισα μεγαλωμένος κι ως εκ τούτου αιχμηρός σε μία μόνο του έκφανση κι αμβλύς στις υπόλοιπες. Αποτέλεσμα; με τις αιχμές του διαρκώς τραυματίζει ή θανατώνει τον κόσμο γύρω του.

Η τρυφερή Ρόζα του Στάινμπεκ ακτινοβολεί βέβαια μέσα στον απάνθρωπο κόσμο των ανθρώπων, αλλά με φως αμυδρό για τη μήκη κύματος που 'χουμε συνηθίσει. Για ν' αντιληφθείς το φως της, θα πρέπει πρώτα να συνηθίσεις το σκοτάδι. Έτσι, το ίδιο περιστατικό που τότε, σ' εκείνη την πρώιμη και μαλθακή ηλικία, προκαλούσε αποστροφή κι απελπισία γίνεται τώρα η προοικονομία μιας συνέχειας κι όχι ενός πέρατος. Το μυθιστόρημα δεν τελειώνει εδώ, μα ούτε κι η ελπίδα. Συνεχίζονται σε κάποιον άλλο χρόνο, όσο ακόμα οι άνθρωποι εκείνοι θα έχουν κάτι να δίνουν από τον εαυτό τους. Τα σύνορα της πεπερασμένης οικογένειας καταρρέουν κι απλώνονται ίσαμε τα όρια της χρείας, που στην πραγματικότητα δε γνωρίζει όρια μα φτάνει, κι αυτή με τη σειρά της, ως εκεί που φτάνει ο άνθρωπος. Όμως, μη γελιέστε! Ο επίλογος του Στάινμπεκ δεν παύει στιγμή να είναι δίκοπο μαχαίρι. Όπως και να τον προσεγγίσεις δεν υπάρχει πιθανότητα να μην κοπείς. Μα υπάρχουν πληγές και πληγές, πληγές που θανατώνουν και πληγές που εξυγιαίνουν. Τι γύρευε στην πραγματικότητα να πει ο ίδιος δεν έχω ιδέα. Τι κι αν ετούτη η επανάγνωση των σαρανταπέντε χρόνων, γίνηκε πάλι μέσα στα ίδια δάκρυα; Αυτή τη φορά, τα δάκρυα έμοιαζαν λυτρωτικά και με κάποιον παράδοξο τρόπο ελπιδοφόρα.

Αναπόφευκτα, κάποτε μπαίνουμε στον πειρασμό της σύγκρισης. Ποια πράξη φαντάζει δυσκολότερη; Η υπέρβαση της ρωμαίας Πέρο απέναντι στον πατέρα της ή μήπως εκείνη της Ρόζας απέναντι σ' έναν άνθρωπο, παντελώς άγνωστο; Κατά πόσο έχει νόημα οποιαδήποτε σύγκριση δεν το γνωρίζω, σίγουρα όμως έχουνε νόημα οι σκέψεις και τα αισθήματα, τα οποία μια τέτοια προσπάθεια γεννά ή αποκαλύπτει. Η Πέρο έχει να ξεπεράσει κάτι περισσότερο απ' την «απλή» συνδρομή ενός δυστυχισμένου : χρειάζεται να αντιπαλέψει όλα εκείνα τα αιμομικτικά ταμπού και τους βιωματικούς τύπους, στον όνομα της αγάπης. Η ιδιότητα του πατέρα, αν και είναι η αφορμή (η Πέρο δεν παίρνει απόφαση να θηλάσει έναν τυχαίο βαρυποινίτη), χρειάζεται τώρα να εκτοπιστεί για ν' απομείνει γυμνή η καθαρότητα του ανθρώπου στην ύστατη ανάγκη του. Όμως, η υπέρβαση της νεαρής ρωμαίας δε σταματάει εκεί. Η Πέρο πρέπει ν' αντιπαλέψει όχι μόνο τις εσωτερικές της αντιθέσεις μα επιπλέον μια ολόκληρη κοινωνία. Τολμά ν' αντιτεθεί σ' ένα σύστημα εξουσίας κι έτσι γίνεται εφάμιλλη της Αντιγόνης - ή μήπως υπερτιμώ, από άγνοια ή προχειρότητα; Δε θα 'ταν άτοπο να ισχυριστούμε πως η πράξη της είναι μια καθαρά πολιτική πράξη κι ας μην έχει πρόθεση πολιτική. Έστω κι αν γίνεται στα μουλωχτά κι υπό μια κάποια ανοχή, γίνεται πάντα υπό καθεστώς εξουσίας κι ενάντια σε αυτό, επομένως είναι αναπόφευκτα πολιτική.

Θα μπορούσε, τώρα, κανείς να προβάλλει ένσταση σε τούτη τη γενίκευση : τελικά, δεν πρόκειται για «ρωμαϊκή» ευσπλαχνία, εν γένει, αλλά για πράξη καθαρά ατομική και μ' ανάλογα κίνητρα. Όμως ένας, κατά τ' άλλα, πουριτανός σχολιαστής περιγράφει εδώ πως, εντυπωσιασμένοι απ' την αυτοθυσία της νεαρής κόρης, οι ρωμαίοι αποφάσισαν κάποτε ν' αφήσουν τον πατέρα ελεύθερο, ως πράξη αναγνώρισης αυτού του μεγαλείου ψυχής - εξού και το «ρωμαϊκή». Υπό το πρίσμα ετούτο, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μια κοινωνία, η οποία υποκλίνεται σε μια πράξη, είναι μια κοινωνία η οποία αναγνωρίζει στην πράξη ετούτη κάτι από τον εαυτό της ή κάτι που θα επιθυμούσε να κατέχει, μ' άλλα λόγια όχι κάτι ξένο προς αυτή, μα κάτι οικείο. Δικαιούμαστε λοιπόν, μ' αυτόν τον τρόπο αλλά και μπόλικες ανοχές, να μιλούμε για «ρωμαϊκή» ευσπλαχνία, αντίς γι' ατομική. Κι ωστόσο η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται να υποστηρίζεται απ' την πηγή . Το διαδίκτυο δε μας κάνει εύκολα την τιμή για περισσότερα. Κάποτε βρίσκω και τη μεταγενέστερη παραλλαγή του Πλίνιου του πρεσβύτερου, σύμφωνη με την αφήγηση της απελευθέρωσης, μόνο που στην περίπτωση ετούτη φυλακισμένη είναι η μάνα.

Από την άλλη, η τρυφερή υπόκλιση της Ρόζας μπρος στην ανάγκη είναι μια πράξη περισσότερο θρησκευτική (με την πνευματική έννοια, όχι τη συστημική), παρά πολιτική. Δεν είναι η έστω μουλωχτή άρνηση ενός δούλου να υποταχτεί πλήρως σε ένα σύστημα, είναι η γεμάτη καρτερικότητα αναγνώριση ενός δεσμώτη αδελφού, πάντα μέσα στο καθεστώς της υποδούλωσης. Είναι, όμως κι επιπλέον, η άρνηση του δούλου να εκπέσει απ' το επίπεδο του ανθρώπου σ' εκείνο του κτήνους ή του νεκροζώντανου. Στο πρόσωπο της Ρόζας κάθε υπονοούμενο ιδιοκτησίας μοιάζει να καταρρακώνεται ως θνησιγενής ψίθυρος. Σα να λέμε στο χαμηλότερο σκαλί της φτώχειας η φτώχεια μοιάζει να μην έχει πια σημασία. Στην ασύλληπτη αυτή διάσταση  - από εμάς τους χορτάτους - είναι δυνατόν να μερισθεί το αδιαίρετο κι ο άνθρωπος δεν κρατά για τον εαυτό του τίποτε περισσότερο από το είναι του, κάτι που συνιστά πυρήνα αληθινής κοινωνίας. Όχι, δηλαδή, της γιαλαντζί κοινωνίας που λέμε των ανθρώπων, αλλά της άλλης, της κοινωνίας των προσώπων. Η Ρόζα υποτάσσεται στο κοινό πεπρωμένο, όχι όμως με την ιδιότητα του δούλου, αλλά ως απελεύθερη μιας βαθιάς συνειδητοποίησης. Γίνεται η ίδια μέσον, γίνεται γεφύρι προκειμένου να περάσει η ζωή απέναντι και να σωθεί. Η Ρόζα είναι η θραμβευτική νίκη επί του θανάτου, με όσους τρόπους κι αν το κοιτάξει κανείς. Οι πόροι περιορισμένοι, σχεδόν ανύπαρκτοι. Απομένει μόνον η επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η ζωή, να υπάρξει συνέχεια. Δεν είναι στιγμή για πολιτικές αλληγορίες κι ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται μίλια μακριά, σ' ένα απροσπέλαστο κάπου. Με την πρόφαση της αιδούς ή του δέους, ο Στάινμπεκ απομονώνει τη Ρόζα απ' την υπόλοιπη οικογένεια και την αφήνει μονάχη με την εξαθλιωμένη φιγούρα. Σε τούτη τη μυσταγωγία, ο κόσμος δε μπορεί να μετέχει γιατί ο κόσμος, ολόγυρα, καταρρέει. Κι εκεί, η γλυκιά Ρόζα, αποτραβηγμένη πια στα θεμέλια της ύπαρξης και με μια κίνηση την οποία ποτέ και καμία Παναγία δεν ετόλμησε, μη έχοντας την παραμικρότερη τροφή να μοιραστεί γίνεται τροφή η ίδια, γίνεται αγάπη, γίνεται θεμέλιο και φορτώνεται ολόκληρο τον κόσμο στον κόρφο της.


Πτωχοπρόδρομος VS Καραγκιόζη

Περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο και χαζεύοντας διάφορα περί Πτωχοπροδρομικών, η πρώτη διαπίστωση ήταν το πόσο δύσκολο στέκεται να ξεχωνιάσει κανείς το πλήρες κείμενο και όχι επιλεγμένα αποσπάσματα, κατά το δοκούν του κάθε αρθρογράφου. Προφανώς, άμα δεν είσαι ακαδημαϊκός να 'χεις πρόσβαση στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, θεωρείται παράδοξο στη πλέμπα να ζητά αυτούσιες πηγές και όχι τ' αποφάγια της όποιας κριτικής παρουσίασης. Είναι άκρως κεχαριτωμένοι όλοι ετούτοι οι φιλολογούντες, οι οποίοι παραθέτουν τα πλέον (κατ' αυτούς) χαρακτηριστικά και τετριμμένα αποσπάσματα, αλλά παράλληλα προβαίνουν σε πλήστα όσα ενδιαφέροντα σχόλια, από σημεία του κειμένου, τα οποία ξεχρεώνονται με φτωχικά δίστιχα. Ευτυχώς, η όποια έρευνα έχει καθαυτή τη χαρά της, μα και κρυμμένους θησαυρούς, διαφορετικά θα 'πρεπε να 'ναι κανείς πραγματικά εξοργισμένος. Την ίδια κατάντια θα συναντήσεις, άμα πιάσεις να γυρέψεις πλήρη και μεταφρασμένα τα κείμενα της αρχαιοελληνικής μας γραμματείας. Την εποχή της τεχνολογίας και του διαδικτύου, θα 'πρεπε να 'ναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να κάμεις μια έτσι, στις 2 το πρωί και να διαβάσεις κάποιο απόσπασμα του Λουκιανού, επειδή κάτι θυμήθηκες, με κάτι ενθουσιάστηκες ή, τελικά, επειδή έτσι γουστάρεις, βρε αδερφέ. Είναι ντροπή, εν έτει 2018, άμα δεν πληρώσεις αδρά τον όποιο εκδοτικό οίκο - καθότι η κληρονομιά είναι τεράστια - να μην έχεις την παραμικρή ελπίδα άμεσης και ανεμπόδιστης πρόσβασης, διαδικτυακά, στον αστείρευτο τούτο πλούτο. Τουναντίον, αν αναζητήσεις τα βυζιά της κάθε Μενεγάκης, δε θα σε φτάνει μια βδομάδα να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της Google. Φυσικά, υπάρχει πάντα και ο παλιός, κλασικός τρόπος, να σηκωθείς απ' την παράγκα σου και να γυροφέρνεις στις βιβλιοθήκες. Δεν είναι κακό. Μπορεί να υπάρχουν ίσαμε και δέκα δημοτικές βιβλιοθήκες ανοιχτές και πλήρεις, στην κοιτίδα του πολιτισμού. Φαντάζομαι διακρίνετε την ειρωνία.

Τέλος πάντων, όπως τό 'θιξα ήδη, κάθε έρευνα έχει και τα τυχερά της και συχνά βρίσκεις πράγματα, ακόμα πιο ενδιαφέροντα κι από 'κείνο που γύρευες αρχικά. Ή πράγματα, που ίσως ποτέ να μη σκεφτόσουν, από μόνος σου. Έτσι, έπεσα και σε τούτο το μικρό πόνημα κάποιας Markéta Kulhánková, όπου η καλή Μαρκέτα εξετάζει τη «γονιδιακή» σχέση μεταξύ Πτωχοπρόδρομου και Καραγκιόζη. Ή μάλλον εξετάζει περισσότερο το ενυπόστατο της κωλοκαούρας μερικών, να εκβιάσουν τη σύνδεση. Η αφορμή - δηλαδή ένα σκηνικό που διαδραματίστηκε το 2010 στην Unesco, όταν ο Καραγκιόζης αναγνωρίστηκε ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Τουρκίας - μας είναι παντελώς αδιάφορη. Λες και ο πολιτισμός είναι χαρτοκοπτική, να πιάσεις και να τον κόψεις, πάνω στη διακεκομμένη γραμμή, με σήμα το ψαλιδάκι, κι όχι ζωντανός οργανισμός κι αγέρας, που αψηφά πελάγη κι υφαλοκρηπίδες. Σα να μην ανασαίνουν τον αέρα τούτον άνθρωποι, παρά μονάχα υπήκοοι. Και σα να μην είναι κοινός ο τρόπος που η ανάσα πυκνώνει στα στήθη, δίνοντας στον άνθρωπο σχήμα και, συνάμα, παίρνοντας το σχήμα του ανθρώπου. Τέλος πάντων, το 'χουν αυτό οι ανόητοι, να νιώθουνε γυμνοί άμα το φύλλο συκής, που' χουνε μαγκωμένο χαμηλά τους, δεν έχει στάμπα τον οίκο μόδας της καταγωγής τους. Η Μαρκέτα, ωστόσο, δεν έχει σχέση με αυτό το τσιρκολέτο. Έχει-δεν έχει δίκιο, είναι ακαδημαϊκή και νηφάλια.

Παρόλη την αγάπη μου, ωστόσο, για 'κεινο το μηδαμινό απόσπασμα του σχολικού βιβλίου, το «Μάθε τσαγκάρην το παιδίν σου», ή όποια άλλα ακολούθησαν με τον καιρό, ουδέποτε πέρασε απ' το μυαλό μου, πως θα μπορούσε ετούτος 'δω ο Καραγκιόζης, να είναι ένας μακρινός απόηχος, εκείνης της μεσοβυζαντινής δημιουργίας. Ή καλύτερα, όχι απόηχος, παρά μετάπλασμα και ζύμωση, μέσα στις χωμάτινες, λαϊκές καρδιές, που μεσολάβησαν με τους αιώνες. Κι έτσι, μόλις, έπεσε στην αντίληψή μου η σύντομη, συγκριτική περίληψη της Kulhánková, τη ρούφηξα με αμέριστο ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό. Να πω την αλήθεια, από μικρό παιδί, ουδέποτε στάθηκα ένθερμος θιασώτης του Καραγκιόζη - παρότι η τεχνική σύλληψη του θεάτρου σκιών με συνάρπαζε. Εκ των υστέρων συλλογιζόμενος, υποθέτω η πολλή καρπαζά δεν προκαλούσε την ίδια ευχαρίστηση σ' εκείνους που την έδιναν και σ' εκείνους που την εισέπραταν στο σπίτι. Πάρα τις πικάντικες, προσωπικές λεπτομέρειες, ωστόσο, υπήρχε σίγουρα κάτι άλλο - κάτι απροσδιόριστο προς το παρόν - που δεν κατάφερνε να γεφυρώσει την απόσταση απ' τη σκηνή, ως την καρδιά μου. Μ' ασχέτως προσωπικών θέσεων και προτιμήσεων, πάντα ενθουσιάζομαι εξίσου όταν ανακαλύπτω μιαν άγνωστη, μέχρι πρότινος, σχέση. Κάθε που αποκαλύπτονται αρμοί και συναρτήσεις μεταξύ στοιχείων, που στέκονταν στο μυαλό μου παράταιρα, μακρινά ή άσχετα, ενθουσιάζομαι με τον ίδιο πάντοτε ζήλο, σαν το παιδί που του προσφέρουν ένα καινούργιο δώρο. Κι οι συνδέσεις αυτές παραμένουν εντυπωσιακά ανεξίτηλες στη μνήμη και το χρόνο, εν αντιθέσει συχνά με τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν. Παράδοξα του νου.

Κι ωστόσο - πίσω στο θέμα μας - όσο περισσότερο σκεφτόμουν αυτή τη νέα σύνδεση, τόσο περισσότερο εξακολουθούσε να παραμένει παράταιρη, σ' ένα της μέρος, παρά την καλή προαίρεση της προαναφερθείσας ανάλυσης. Ώσπου, τελικά, κατάλαβα. Όχι ποια είν' η αλήθεια, φυσικά, παρά 'κείνο που 'νιωθα μέσα μου κι αντιστεκόταν, ν' αποδεχτεί στον Πτωχοπρόδρομο έναν προπάτορα του Καραγκιόζη. Τώρα, δε θα κάνω συγκριτική φιλολογία, σάματις ξέρω τι 'ναι κι αυτό, που μόλις έγραψα. Πιθανότατα, κάποτε ή σε κάποιο κόσμο παράλληλο, η φιλολογική έρευνα να επιτύχει επαρκή ταύτιση, τούτου του γενεαλογικού δέντρου, που μας απασχολεί. Αν υπάρχουν πτωχοπροδρομικά στοιχεία τα οποία στέκονται απαράλλαχτα και με την ίδια δυναμική στον Καραγκιόζη (η κοινή ψωμο-λύσσα, ο αυτο-σαρκασμός, ο οικογενειακός βίος ή άλλα), τούτα είναι μια πλευρά του ζητήματος. Η φιλολογική είναι μια άλλη. Μα διακρίνω μίαν ακόμη, τούτη τη φορά ηθολογική. Και σύμφωνα μ' αυτήν, η ποιότητα του λακέ Πτωχοπρόδρομου δεν έχει την παραμικρή σχέση μ' εκείνη του άξεστου μ' αξιοπρεπή Καραγκιόζη.

Ο Καραγκιόζης είναι γιομάτος ελαττώματα. Ειδικά ιδωμένον από την εποχή μας, θα μπορούσε να του προσάψει κανείς ένα σωρό -ισμούς και άλλα ευγενή. Αλλά λακές και κωλογλείφτης δεν ήτανε ποτέ. Φυσικά, δεν είναι τίμιο να μιλούμε για έναν Καραγκιόζη, εφόσον πρόκειται για ήρωα συλλογικό και όχι έμπνευση ενός ανθρώπου, μονάχου - το τελευταίο θα μπορούσε, βέβαια, να ειπωθεί και για τον ίδιο τον Πτωχοπρόδρομο, όπως διαφαίνεται κι από τη φιλολογική έριδα, αλλά τούτο ουδόλως επηρέαζει το επιχείρημά μου. Παρόλα αυτά, κανείς επιμέρους δημιουργός και καραγκιοζοπαίχτης δεν τόλμησε να τον παρουσιάσει ποτέ, γονυκλινή και παρατρεχάμενο, από χαρακτήρα. Ο Καραγκιόζης - τόσο στη βάση του υποκειμενικού μου αισθήματος,  παιδιόθεν, όσο κι από μια πρόχειρη αναζήτηση σ' ό,τι βρήκα εύκαιρο - αν και βουτηγμένος στην εξαθλίωση και την ανέχεια, ουδέποτε ζητιάνεψε το παραμικρό και η καμπούρα του έχει τόση σχέση με την δουλική υπόκλιση, όση έχει η κοιλιά του με τη χόρταση. Με την ίδια άξεστη ευθύτητα, που απευθύνεται στα παιδιά του ή στον υστερόβουλο και δουλοπρεπή Χατζηαβάτη, ομοίως απευθύνεται προς τον ίδιο το Μπέη, το Βεζύρη και πιθανότατα κι εκείνον το Σουλτάνο. Παρόλη την καμπούρα του, δε μασάει από κυφώσεις τούτος ο Καραγκιόζης κι ο μόνος κύρης του, καταπώς φαίνεται, δεν είναι άλλος ανώτερος, από την ίδια του την πείνα.

Δεν είναι απίθανο να υπάρχουν παραστάσεις, στις οποίες υπό το φόβο του ξύλου, κάποτε-κάποτε να συνετίζεται κι ο Καραγκιόζης. Αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο. Η εξουσία απ' το 'να αυτί του μπαίνει κι από το άλλο βγαίνει, μην αφήνοντας καμία εσωτερική αλλοίωση, πέραν δηλαδή από τις μελανιές της καρπαζιάς. Θα 'λεγε κανείς (κι ίσως οφείλω να το ψάξω, αργότερα) πως ο Καραγκιόζης έχει περισσότερη σχέση με το φιλοσοφικό κυνισμό του Διογένη, παρά με τη μικροψυχία του Πτωχοπρόδρομου. Μπορείς να φανταστείς τον Καραγκιόζη, δίχως την παραμικρή ασυνέπεια, να γνέφει του Σουλτάνου να παραμερίσει, γιατί του κόβει τον ήλιο, ή να χαϊδολογάει την ψωλή του σε καμιαν αυλή. Μα δε μπορείς στιγμή να τονε φανταστείς καμπουριασμένο, να ζητιανεύει φασολάδα στην ξώπορτα του σαραγιού. Άμα το θέλει ο Γιαραμπής, από συντυχία ή από κάποιο θέλημα, κάποτε η φασολάδα θα 'ρθει να τονε βρει εκείνη, παρά να την παρακαλά. «Να 'χαμε μια φασολάδα» αναστενάζει ο λαϊκός ήρωας κι ούτε στιγμή «δος μου να φάω»! Ο Καραγκιόζης είναι ένας άφταστος αναρχικός, δίχως ιδέες και νταλκάδες πάνω ή μέσα στο κεφάλι του. Θωρεί όλους τους ανθρώπους ίσα στα μάτια, ούτε ψηλότερα, ούτε χαμηλότερα. Ενίοτε στέκει με σεβασμό απέναντι σε μια πράξη ηρωική ή τον έρωτα δυο νέων, μα ως εκεί. Θα μπορούσες να τον έλεγες και πρόσωπο πολιτικό, αν δηλαδή αποφάσιζε να πάρει τη μοίρα της ζωής του στα χέρια του. Μα ως κι αυτό βαριέται. Με άλλα λόγια, δε βάνει στο σβέρκο του κανένα χρέος, χρηματικό, ηθικό ή άλλο. Η βία του Βεληγκέκα, του Βεζύρη ή της όποιας εξουσίας, έχει προσωρινή εφαρμογή κι ουδέποτε εσωτερικεύεται, ουδέποτε γίνεται η υποταγή υποτακτικότητα και τιμόνι στο κεφάλι του, όπως τα 'λεγε ο συγχωρεμένος Στίρνερ.

Σε αντιδιαστολή, η στάση του Πτωχοπρόδρομου, αν απομονωθεί από το σατιρικό στοιχείο, μόνο αηδία μπορεί να προκαλέσει. Ως στάση, βέβαια, και όχι ως αφήγημα, καθώς τα μπλέκει ο Κόντογλου και τον καταδικάζει σε λάθος βάση. Καθότι ο Πτωχοπρόδρομος δεν παύει στιγμή να 'ναι απολαυστικός, μέσα στη δουλικότητά του, κι ο λεξιλογικός πλούτος δεν εξαντλείται στους καταλόγους των βυζαντινών εδεσμάτων, αλλά όμοια και στους αστείρευτης φαντασίας λιβανωτούς, που καίει προς τον αυτοκράτορα. Ο Κόντογλου επιτρέπει στην προσωπική του αποστροφή ν' αναγνωρίσει το ένα, μα να φιλτράρει τ' άλλο κι έτσι ξεπερνά το υποκειμενικό και γίνεται άδικος. Αλλά τι σχέση έχει ο γλωσσικός τούτος περίδρομος του Πρόδρομου, η εθελούσια αυτο-ταπείνωση κι ο εξευτελισμός, με το αδέσμευτο πνεύμα και τον ωχαδερφισμό του Καραγκιόζη, αδυνατώ να καταλάβω. Ο Πτωχοπρόδρομος είναι μάλλον ο πρόδρομος του ραγιαδισμού ή όποιου συνώνυμου, κατά την εποχή του. Είναι ο Κριτόβουλος, που πλέκει το εγκώμιο του Μωάμεθ. Η αυλοκολακεία του δεν είναι το τελευταίο καταφύγιο των στομαχικών του επιταγών, αλλά στάση ζωής και ήθος, που οι περιστάσεις απλά το χρωματίζουν, παρά το δημιουργούν. Μπορεί κανείς, κάλλιστα, να φανταστεί το απαράμιλλο γλείψιμο, να επαναλαμβάνεται με αυτούσιο το μεγαλείο του και πέραν της κατάπαυσης του κοιλιακού πυρός : άλλοτε για μια έδρα στο Πανδιδακτήριο, άλλοτε για μια θέση στην Αυλή, άλλοτε πάλι για μια μεζονέτα στα Πριγκηποννήσια. Ο Πτωχοπρόδρομος γλείφτης γεννήθηκε και τέτοιος θα πεθάνει, ακόμα κι ανάμεσα στα πλούτη και τα φαγοπότια.

Θεωρώ, καταλήγοντας, ότι τα χάσματα που χωρίζουν τον Πτωχοπρόδρομο από τον Καραγκιόζη είναι πολύ μεγαλύτερα από τις φιλολογικές ομοιότητες ή διαφορές. Ο πρώτος είναι δουλεμένος από το χέρι ενός ή περισσότερων ανθρώπων, που έμαθαν να ζουν ως υποτακτικοί, όπως συμβαίνει συχνά στους κύκλους των λογίων και των γραμματιζούμενων δειλών. Ποια λαϊκή απήχηση είχαν τα πτωχοπροδρομικά, σε ποια ακριβώς κοινωνικά στρώματα και ποια η μετάπλασή τους, στους αιώνες που ακολούθησαν, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία, ώστε να σχολιάσουμε - σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Kulhánková. Ο Καραγκιόζης, από την άλλη κι ασχέτως γενεαλογικής ακολουθίας, είναι σμιλεμένος μέσα στη φωτιά της λαϊκής καρδιάς, η οποία είναι ελεύθερη από τη φύση της, κι αν παραμένει υπήκοος, το κάνει μόνο και μόνο από αδυναμία στρατηγική κι όχι από αδύναμη βούληση. Ίσως, πάλι, κι από βαθιά γνώση, πως στην τελική η απόλυτη ένδεια είναι ήττα κοινωνική, παρά επαναστατική. Σα να λέμε, δηλαδή, πως για το φτωχό κι αθλιωμένο όλα τ' αφεντικά - αντιδραστικά ή επαναστατικά - έχουν την ίδια μούρη και η κατάντια του ενός καθιστά υπόλογη ολάκερη την κοινωνία, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς. Μόνον ο συνάνθρωπος, ιδωμένος ως αδερφός και σύντροφος, αποτελεί διέξοδο και στήριγμα από την ταπείνωση. Με άλλα λόγια, η φασουλάδα του Καραγκιόζη, αν φτάνει κάποτε, είναι απ' τ' απλωμένο χέρι μιας γειτόνισσας, παρά το γενναιόδωρο πουγκί τ' όποιου Βεζύρη. Κι αυτό ο Καραγκιόζος το ξέρει πολύ καλά.

Του νεκρού αδερφού

Ετούτη η υπέροχη παραλογή έχει όπως, εν γένει τα δημοτικά τραγούδια, μια αμεσότητα διαχρονική. Γλιστρά στην καρδιά, τόσο γλυκόπιοτη, ώστε ο νους δεν προλαβαίνει ν' αντιδράσει. Πολλά τα μερίδια ευθύνης κι ίσως η γλώσσα να διεκδικεί το μεγαλύτερο. Είναι παραπάνω κι από εκπληκτικό ή αξιοθαύμαστο, να συλλογιέσαι πως τούτη η λαλιά έχει βαστάξει, ακατάβλητα ζωντανή, χίλια και βάλε χρόνια! Χίλιες γενιές, που ανθίσαν και μαράθηκαν με τα ίδια τραγούδια και τις ίδιες προσμονές. Σαν να σκαρώνουμε ένα μεγάλον άνθρωπο, όλοι οι πρόσκαιροι εμείς. Ένα γίγαντα, ξαπλωμένο στους αιώνες, με τα ποδάρια να πατούνε στο Βυζάντιο κι η κεφαλή του να μιλά σήμερα τον ίδιο λόγο. Η κοινή ετούτη γλώσσα είναι βαθύτερο κι από συνδετικός μας κρίκος : είναι κοινή μας φύση και κοινή μοίρα. Είναι απόσταγμα τέτοιας καθαρότητας, που ξαναντύνει τον άνθρωπο τη λαμπερή του γύμνια. Είναι κόψη τόσο λειασμένη, πάνω σε χείλη αμέτρητα, ώστε βυθίζεται μεμιάς κατάψυχα, δίχως αντίσταση, μέχρι τον ανερμήνευτο πυρήνα. Σαν πιάνεις να λες τούτο το «μάνα», δε βγαίνει δική σου φωνή, από τα στήθη. Βγαίνουν οι αντηχήσεις των μυριάδων, όσων γεννήθηκαν και όσων γεννήσαν, που αγαπήθηκαν ή βασανίστηκαν κι όπου, εντέλει, όλοι τους έγειραν κι έσβησαν μέσα στη γης, κατά το χρεών. Παύεις να είσαι ο άνθρωπος της εποχής σου : του διαστήματος ή άλλης. Γίνεσαι άνθρωπος απ' τα στολίδια γυμνωμένος. Ταυτίζεσαι με τον Άνθρωπο, που ενώνει τους ανθρώπους. Γι' αυτό νοείς αβίαστα, ακόμα και όσα μοιάζουν, εν πρώτοις, ξένα. Γίνεσαι καβαλάρης δίχως να 'χεις αγγίξει άλογο ποτέ, Ακρίτας δίχως να 'χεις σπαθί σηκώσει. Όμοια, γίνεσαι μάνα, γίνεσαι νύφη ή γιος νεκρός, γίνεσαι πρωτομάστορας, γίνεσαι ιππότης, υπηρέτης, πουλί κι άλλοτε, πάλι, ο Βοριάς ή θάλασσα. Δεν το γνωρίζω, ούτε ξώφαλτσα να το ξηγήσω, μα τούτες οι λέξεις γίνονται αντιληπτές τόσο ακέραια και αμεσολάβητα, από το διάβα των αιώνων, σαν να μην είχαμε διόλου αλωθεί από την τηλεόραση ή το χρηματιστήριο. Λες πως αντλούν από εικόνες τόσο αρχέτυπες, σύμβολα τόσο στοιχειώδη, ώστε δεν είναι η ζωή που τα 'πλασε και ο Λόγος μα, ίσα-ίσα, είναι που μέσα τους ρίζωσε η ζωή για να βλαστήσει.

Τώρα, δεν πρόκειται να ζαλίσω τον αναγνώστη μ' ολάκερη φιλολογική ανάλυση - λες και θα μπορούσα. Δυο-τρεις σκέψεις μονάχα - αδούλευτες - κι αποχωρώ. Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο, η πρώτη σύλληψη της παραλογής γίνηκε κάπου στη Μικρά Ασία, γύρω στον 9ο αιώνα. Εκείνη η «Βαβυλώνα» - το θυμάμαι περισσότερα με τα σπλάχνα, παρά τη μνήμη - με προβλημάτιζε απ' την πρώτη στιγμή της εφηβείας, σαν πρωταντίκρυσα το ποίημα. Έμοιαζε παράταιρη κι ετεροχρονισμένη. Άσχετη, που λέμε σήμερα. Τέλος πάντων, τα χρόνια κύλησαν κι έγινα πια 45. Ο χρόνος άλλαξε γεύση, χρώμα και βαρύτητα, από τα χρόνια εκείνα, τότε που όλα ήταν δυνατά κι ο θάνατος μακρινός, τόσο που θα τον έλεγες κι ανύπαρκτο. Μα τα πράγματα, από καιρό πλέον, πάψαν να είναι αιώνια και τα μονοπάτια μας διασταυρώθηκαν επανειλημμένα, με ημερομηνίες λήξης, δικές μας ή αγαπημένων. Έτσι, μόλις εχθές, διαβάζοντας ξανά το χιλιοδιαβασμένο, η Βαβυλώνα γίνηκε τόσο ξεκάθαρη - η έστω μια ερμηνεία της - ώστε απόρησα κι ο ίδιος. Πρώτα-πρώτα, έπρεπε να ελέγξω τη χρονική διάταξη. Υπήρχε περίπτωση η Βαβυλώνα να στεκόταν ακμάζουσα κι ορθή, τον 9ο αιώνα; Δεν είμαι κανένα τέρας Ιστορίας κι η Wikipedia μου επισημαίνει ότι η κάποτε πολυάνθρωπη πρωτεύουσα αργόσβησε και χάθηκε απ' το χάρτη, με το πέρασμα της ελληνιστικής εποχής.

Πολλοί αιώνες από τότε κι είναι, σχεδόν, αδύνατο να ζυγίσουμε 'μεις σήμερα το βάρος και το μέστωμα των λέξεων, πάνω σε χείλη σβησμένα από χρόνους. Ίσως η λαϊκή παράδοση και η μιλιά κράτησαν ζωντανά τη μνήμη και το θάμπος του μακρινού τόπου κι έφτιαξαν από τη Βαβυλώνα ένα σύμβολο. Ας πούμε ένα σύμβολο της ξενιτιάς. Μα στην αγνή, λαϊκή καρδιά δεν αρκεί τούτο το εμπόδιο μονάχα. Έχει καθάρια τη γνώση ότι καμιά απόσταση, ποτέ, δε στάθηκε εμπόδιο, για 'κείνους που ποθούν πραγματικά να σμίξουν. Ο χώρος δεν αρκεί για να διαρρήξει τον άνθρωπο στα δύο, σαν είναι δηλαδή αποφασισμένος. Τα χείλη γύρευαν να συλλάβουν το αδύνατο, το υπέρτατα απροσπέλαστο. Κι έτσι, εκούσα άκουσα, η παράδοση εκτόπισε την Αρετή όχι μόνο στο χώρο, μα και στο χρόνο, όμοια. Την έστειλε όχι, απλά, σε τόπο μακρινό, μα και σε χρόνο μακρινό. Η άβυσσος τούτη ξεπέρασε τα μέτρα και τ' ανθρώπινα, γίνηκε αδιάβατη για τη θνητή ζωή. Μα μόνο για τη θνητή. Τούτο το υπεράνθρωπο χάσμα συγκλίνει κάποτε στο βάθος του - όμοια, σαν κάθε χάσμα - μα μόνον ίσα και πέρα από τα παραπετάσματα του θανάτου. Το πέρασμα είναι έτσι μπορετό, αλλά μονάχα στους νεκρούς. Μόνον νεκρός ο Κωνσταντής μπορεί να κατισχύσει επί του Χρόνου και μόνο καβάλα με τον Κωνσταντή γίνεται η Αρετή ικανή να επιστρέψει.

[...]

Μ' άλλα λόγια, αν ο σοφός κατανικά το χρόνο με το εσωστρεφές ξεπέρασμα της αυταπάτης τούτης, από την άλλη ο λαός, θυμώδης κι εκδηλωτικός, αντιπαλεύει τη φθορά μ' όπλα, πιο ταιριαστά στη φύση του, όπως η μνήμη. Η μνήμη αναγκάζει το χρόνο να παγώσει μια στιγμή, να κοντοσταθεί μια στάλλα. Σ' αυτόνε τον ανασασμό είναι που θριαμβεύει - έστω προσωρινά - ο εφήμερος άνθρωπος. Η θύμηση είναι που καταλύει αποστάσεις, οποιασδήποτε διάστασης (χωρικής ή χρονικής), και αποκαθιστά στον άνθρωπο τη χαμένη ολότητά του. Μπορεί να μη τον φτιάχνει νικητή, μα σίγουρα τον φτιάχνει μαχητή σε τούτη την, ούτως ή άλλως, προκαθορισμένη μάχη, που καλούμε ζωή. Αν έχει όρεξη να το τραβήξει κανείς ακόμα - αυτό και κλείνω τούτο το ζήτημα - θα μπορούσε, ίσως με κάποια βάση, να ισχυριστεί ότι κι αυτή η ίδια η μάνα στέκει ανήμπορη όχι απλά από τα χτυπήματα της τύχης ή το γήρας, μα κι από κάτι ακόμα. Αποστερημένη απ' τα παιδιά της, από τη δύναμη δηλαδή του ανθρώπου ν' απλώνει την ύπαρξή του στο χρόνο, η μάνα έχει πλέον απωλέσει τη σημαντικότερη διάσταση. Καθηλωμένη στον τόπο και συρρικνωμένη στο χρόνο, ένα ασήμαντο σημείο, η μάνα δεν έχει άλλο απ' το να υπομένει παθητικά.

Μα και τούτο, ακόμη, είναι όμορφο και δουλεμένο τόσο : η ώρα που καταφτάνει η Αρετή στο σπίτι. Δεν πρόκειται για εικόνα στατική, όπως οι περισσότερες περιγραφές και οι διάλογοι που προηγήθηκαν. Είναι μια εικόνα ρευστή και δυναμική, η οποία θα έβρισκε ένα τέλειο ανάλογο στη σύγχρονη, κινηματογραφική τέχνη. Και το κάνει μάλιστα με τρόπο απείρου - όπως συνηθίζουμε να λέμε - κάλλους. Από το «Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα» στο «βλέπει τον μπάλσαμο ξερό το καρυοφίλλι μαύρο» το μάτι έχει επικεντρωθεί από το αρχικό γκρο-πλαν σε μια επιμέρους λεπτομέρεια. Ο νους έχει «υποχρεωθεί» ανεπαίσθητα και με τέχνη απροσμέτρητη να πλησιάσει. Να περπατήσει, κάποιαν ώρα, στο πλευρό της Αρετής κι ίσως να γονατίσει κάποτε μαζί της, στο λείψανο μιας ρημαγμένης γλάστρας. Κι όλα ετούτα, επιπλέον, δίχως την παραμικρή χρεία ρημάτων υποδηλωτικών κίνησης, παρά με κατάλληλη εναλλαγή εικόνων. Τούτη η έντεχνη εναλλαγή λειτουργεί σα μια διήγηση παράλληλη στη διήγηση, μα που δε γίνεται ποτέ.

Με τον ίδιο έμμεσο και κομψό τρόπο, ο αναγνώστης συνοδεύει την Αρετή στα τελευταία της βήματα, ίσαμε λίγο πριν αγγίξει το μάνταλο της πόρτας : «βρίσκει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα» κι αργά το βλέμμα σηκώνεται «βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα». Σε μια «χορογραφία» ασύλληπτης αμεσότητας και ζωντάνιας, ο θεατής βρίσκει τον εαυτό του στη θέση της Αρετής, να αντιγράφει τις ίδιες αιώνιες κινήσεις, τις οποίες επαναλάμβαναν και θα επαναλαμβάνουν όλα τα αναρίθμητα στίφη των ανθρώπων - που γεννήθηκαν και πρόκειται να γεννηθούν - μπροστά σε μία πόρτα σφαλιστή : το βλέμμα αποτραβιέται δισταχτικά απ' το χέρι, το οποίο ακόμη βαστά την πόρτα και, γέρνοντας ελαφρά το σώμα πίσω, πιάνει κανείς ν' αναζητά σημεία ζωής στα παραθύρια. Μια υπέροχα σκηνοθετημένη σεκάνς, η οποία ολοκληρώνεται κάποτε εκρηκτικά με το δυνατό χτύπημα στην πόρτα, διαλύοντας τη νεκρική σιγή και κάνοντας το θεατή να τιναχτεί, άθελά του, ξαφνιασμένος. Έτσι, και λίγο προτού αλλάξει η σκηνή, το ξάφνιασμα του αναγνώστη έχει προοικονομίσει, ήδη, την αντίδραση της μάνας που ακολουθεί και η μετάβαση γίνεται με τον πλέον ομαλό και φυσικό τρόπο. Απλά μαγικό!

Τι άλλο να πει κανείς; Αριστοτεχνικά δομημένη παραλογή, τόσο σε δραματουργική, όσο και εικονοπλαστική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο αγαπήθηκε και τόσο διαδόθηκε σ' αμέτρητες παραλλαγές στα Βαλκάνια ή αλλού - άραγε με την ίδια μαεστρία; Μα τα είπα πια όλα, όσα είχα να πω και πιέζομαι να βγει ο λόγος. Για χάρη της οικονομίας, μα και της υπομονής, θα σας αφήσω εδώ.

Υποκείμενο

Κάποια φορά, Μοναστηράκι, πετυχαίνω στο διπλανό τραπέζι τύπο τόσο κατεστραμμένο, ώστε έτριβα τ' αυτιά μου για να το πιστέψω. Συνοδευόμενος από χαριέστατη φυσιογνωμία, μιας γάμμα δεκαετίας, πάλευε να την αλώσει απεγνωσμένα - μ' αν έκρινα ορθά απ' το πεινασμένο μάτι - με απώτερο στόχο όχι και τόσο τα εσωτερικά χαρίσματα. Όμως το θέμα ήταν ακριβώς ετούτο : πώς πάλευε να το πετύχει, ο δόλιος, πώς;; Διαβάζοντάς της ποίηση! Ναι, ναι, ΠΟΙΗΣΗ!! Αν έχετε το θεό σας : ΠΟΙ-Η-ΣΗ!!! Το 2018 ή πρόπερσι!! Πολιορκούσε τη συνοδό του, με στιχουργήματα και σωρεία καμένων, φιλοσοφικών κλισέ, του τύπου : το εφήμερο της στιγμής, η ανυπαρξία του αύριο και άλλα τέτοια, που συγκινούν ως και τις ρέγγες - αλλά πρωτίστως τους παντρεμένους. Έτσι, αναίσχυντα. Μέσα στο καταμεσήμερο, δίχως ντροπή κάτω απ' τον ήλιο! Δίχως τον παραμικρό σεβασμό για τ' αρχαία μάρμαρα, στο φόντο, ή για μας δίπλα, που πίναμε καφέ ανυποψίαστοι από την ερωτική λαιμαργία και τα πάθη του Κόσμου!

Έχει περάσει καιρός, από τη μέρα εκείνη. Τόσα φεγγάρια κι εγώ, παρόλα αυτά, δεν έχω καταφέρει να σταυρώσω γκόμενα. Μου μπήκαν τα διαόλια. Βρε λες; λέω στον εαυτό μου. Μήπως να πέσω τόσο χαμηλά και να το ρίξω στην κουλτούρα; Τι έχω να χάσω, το λοιπόν; Πόσο περισσότερο ρεζίλι να γίνει κανείς, απ' εκεί που ήδη βρίσκομαι;; Μια και δυο, να πούμε, ξεχωνιάζω τα παλιά, σχολικά βιβλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πέφτω με τα μούτρα. Από τότε, ξαπλώνω κάθε βράδυ αγκαλιά με το Διγενή Ακρίτα και τον Άγουρο Ποθοφλόγιστο - παρέα, δυστυχώς, λίαν τριχωτή για τα προσωπικά μου γούστα. Μα κάμω υπομονή. Κάποτε θα γίνω άνθρωπος βαθύς και καλλιεργημένος, θα γίνω τέρας μόρφωσης και λυρισμού. Ο λόγος μου θα γλιστρά μελίρρυτος και τα χείλη μου θα στάζουν ρίμες και παρομοιώσεις. Και τότε, θα βρεθώ επιτέλους θρονιασμένος στις άβολες, ψάθινες καρέκλες των Διόσκουρων, μ' ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και τη γυναίκα των ονείρων μου - ή έστω ένα μη χείρον γκομενάκι - να γέρνει μαυλιστικά στον κόρφο μου.

Ίσαμε εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, θα λουφάξω στη γωνίτσα αυτή και θα παραμιλώ τα σωθικά μου. Μα να τα πούμε, τώρα, και λίγο σοβαρά. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να διαβάζει λογοτεχνία, τόσο μα τόσο βυθισμένος στη διήγηση, ώστε να μην κάνει παράλληλα σκέψεις δικές του. Οι σκέψεις αυτές, είναι μια δεύτερη λογοτεχνία, που αναπτύσσεται στο σκελετό της πρώτης, ντύνοντας με νέα σάρκα τη σάρκα που διεκδικεί η φθορά. Οι σκέψεις των ανθρώπων, που διαβάζουν καθημερινά, δημιουργούν τόσες παραλλαγές, όσες κι οι αναγνώσεις. Είμαι βέβαιος πως ο πλούτος ετούτης της παραγωγής βάνει κάτω ίσαμε και χίλια διδακτορικά Φιλολογίας. Αυτά τα μπολιάσματα είναι εξίσου πολύτιμη κληρονομιά με τα γραμμένα κι ας είναι αφανής. Είναι ένας ανθρώπινος κόσμος σιωπηλός, που υφέρπει καρτερικά στ' όργωμα των γενεών και των αιώνων. Πότε θ' ανθίσει, τι σοδειά θα δώσει, δεν υπάρχει άνθρωπος να το προοικονομίσει. Ίσως να γίνει, μοναχά, τρόπος που το χέρι θ' απλώσει, κάποτε, να προσφέρει ένα ποτήρι νερό ή να γλιτώσει από την άβυσσο. Τούτο το «μοναχά» ωστόσο - τούτος ο σιωπηλός κόσμος - είναι για μας, όλο κι όλο, ό,τι μας απομένει. Είναι τα πάντα.

Κάποτε-κάποτε, γράφουμε κι εμείς. Ψελλίζουμε βεβιασμένα και άγαρμπα. Δεν έχει σημασία το ταλέντο, η κλίση. Οι διεργασίες μπήκαν σε κίνηση από το λόγο 'κείνον. Τρύπωσε κάποτε μέσα μας, ξεχειλίζοντας από σελίδες που μοσχομύριζαν χαρτί και υπόσχεση. Τούτη η κίνηση είναι η δεύτερη ζωή μας. Δεν τη γνωρίζουν στη δουλειά, δεν κουτσομπολεύεται στην καφετέρια. Μένει κρυφή ως κι απ' τη μάνα μας την ίδια. Κι ωστόσο την κουβαλάμε εκκωφαντικά και αδιάλλειπτα σε κάθε μας βήμα, στοιβαγμένοι στο λεωφορείο ή αντιμέτωποι με τον ορίζοντα, όμοια. Είναι μεγάλη κουβέντα αν μπαίνουν τα αισθήματα σε λέξεις, αν χωρούνε ή αν πρέπει. Είμαστε εν μέρει ορυκτά ακατέργαστα κι εν μέρει λαξευμένα τεχνουργήματα, αλλά είμαστε. Κι ούτε ο κίονας είναι μάρμαρο περισσότερο απ' το μάρμαρο, ούτε το μάρμαρο κίονας πιο λίγος απ' τον πρώτο. Το τι μπορούμε να πούμε ή να γίνουμε, είναι γρίφος κρυμμένος στο αδούλευτο μάγμα του νου. Μα κι εκείνο που λέμε ή που πράττουμε δεν είναι από ύλη διαφορετική, άλλη απ' την πυρά των σπλάγχνων. Δεν είναι παρά μια ανάγνωση του ανέκφραστου. Μια μόνο ανάγνωση, από τις άπειρες. Μια κοίτη να κυλούμε, από τις κοίτες. Μια ζωή δε φτάνει, βέβαια, για να διαβάσεις μια ζωή - δική σου ή άλλη. Εν τέλει, δεν έχει διαφορά. Διαβάζοντας ένα βιβλίο ή έναν άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο, φτιάχνεις μι' ανάγνωση του εαυτού σου. Μόνο που αλλάζουνε οι λέξεις. Κάποτε γίνονται αγγίγματα, βλέμματα, ήχοι, κίνησες, οι ζωές των αγαπημένων μας, μα δεν παύουν στιγμή να είναι λέξεις, με τον άρρητο δικό τους τρόπο.

Στα επόμενα, απλά, κάποιες δικές μου αναγνώσεις. Καλό ταξίδι...