Caritas Romana

Για κάποιο λόγο που θα διαφεύγει παντοτινά της μνήμης, κατέληξα κάποτε να διαβάζω για τούτο το περιστατικό, το οποίο έμεινε καταγεγραμμένο στην ανθρώπινη ιστορία (ή το θρύλο) ως «Ρωμαϊκή ευσπλαχνία». Δε θα χάσω το χρόνο μου (ή το δικό σας) επαναλαμβάνοντας εδώ την ιστορία της νεαρής Πέρο και του πατέρα της. Διαβάζοντας τη μικρή αυτή ανθρώπινη ιστορία, είναι αδύνατο να μην κουτρουβιαλιαστεί ο νους πίσω, σ' εκείνη την τρυφερή εφηβεία όταν πρωτοδιάβασα τα «Σταφύλια της οργής». Αν κι έχουν περάσει στα σίγουρα πάνω από 20-25 χρόνια, η μνήμη εκείνου του αμήχανου επιλόγου παρέμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη, σχεδόν με βία.

Στην πραγματικότητα, «αμήχανος» είναι μια άγαρμπη έκφραση και κάπως του ποδαριού, για έναν επίλογο με πλάτος και με βάθος τέτοια, που να τον περιγράψεις με λέξεις είναι σα να θες να περιφράξεις τον ωκεανό με συρματόπλεγμα. Μα δεν ξέρω κι εγώ με ποιον τρόπο θα μπορούσα να χωρέσω κάπου - οπουδήποτε - εκείνα τα ανάμεικτα συναισθήματα μιας κατακλείδας που σε ραπίζει στο πρόσωπο, με τόση αναπάντεχη σφοδρότητα. Γιατί μήτε νοηματικά αλλά μήτε δομικά, υπάρχει καμία κλιμάκωση που να σε προειδοποιεί ή αποφόρτιση που να σε στέλνει στην ευχή του θεού. Όλα λήγουν μέσα σε ένα αστραπιαίο στιγμιότυπο, με την ίδια δριμύτητα - κι ανομολόγητη φυσικότητα - που ένα όχημα θα μπορούσε να παρασύρει εκείνον που κρατάς από το χέρι κι είναι ξαφνικά νεκρός, όταν μια ανάσα πριν χαμογελούσε. Βέβαια, στα μυθιστορήματα του Στάινμπεκ το χαμόγελο δεν περισσεύει στους ανθρώπους. Θα μπορούσε, βέβαια, να τονε πει κανείς γλυκόπικρο (ή κάποιο συνώνυμο) ετούτο τον επίλογο, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο αντίστοιχο με τα δύο θεμελιώδη συναισθήματα που (μου) είχε προκαλέσει : από τη μία την απόγνωση κι από την άλλη μιαν ασυνείδητη ελπίδα - όμως ελπίδα βαριά και δύσπεπτη. Απόγνωση μιας μοίρας, που στα μάτια της ηλικίας εκείνης φάνταζε ως η απόλυτη κατάντια κι απογύμνωση του ανθρώπου απ' την αξιοπρέπεια, την ίδια στιγμή που - για λόγους τους οποίους δε θα μπορούσα, τότε, να εξηγήσω - αχτινοβολούσε ένα αμυδρό φως μιας ανέκφαστης τρυφεράδας, την οποία δεν είχα συναντήσει σε κανένα θρησκευτικό βιβλίο ή λόγο αυθεντικό. Ήταν μία απ' τις πρώτες μυήσεις σε μιαν αγάπη βαθιά, μιαν αγάπη που δύσκολα μεταλαμπαδεύει κανείς με λόγια ∙ αν δε μπορεί με την πράξη, τότε δε μπορεί καθόλου. Μι' αγάπη που εξίσου δύσκολα μπορεί κανείς ν' αναγνωρίσει (ή να χωνέψει) στην πραγματική της έκταση, καθώς είναι χρεία να αποκαθάρει πρώτα τη συνείδηση από τις πνιγηρές προσμίξεις του εφήμερου και του ανόητου - κάτι σχεδόν αδύνατο για τους πολλούς.

Γιατί, βλέπετε, υπήρχε κι εκείνη η αιχμηρή απέχθεια, μια πηγαία σιχαμάρα, απέναντι σε τούτη τη σκηνή, όπου φάνταζε εν πρώτοις χυδαία : ένα τρυφερό κορίτσι γυμνώνει το στήθος του για να το αποθέσει στα ξεραμένα χείλη ενός αφυδατωμένου κι ετοιμοθάνατου πενηντάρη. Εκείνο που η σιχαμάρα δε μ' άφηνε τότε να δω ήταν πως η απογύμνωση αυτή δεν ήταν απογύμνωση απ' την αξιοπρέπεια (όπως θαρρούσα), μ' απογύμνωση από την ανθρώπινη επίφαση κι αποκάλυψη της αληθινής αξιοπρέπειας. Θεέ! Τίποτε λιγότερο από περίλαμπρη αποκάλυψη μιας πλέον βαθιάς κι αμόλυντης φύσης, την οποία ο άνθρωπος κατέχει και την οποία η καθημερινή οχλαγωγία αφανίζει! Γιατί ακόμα κι όταν ο άνθρωπος αποστερείται κάθε υλικής αιτιολόγησης και κάθε επάρκειας, ακόμα και τότε απομένει στον άνθρωπο αυτό το κάτι, το μη μηδενικό και ταυτόχρονα μείζον : μπορεί πάντα να προσφέρει τον εαυτό του. Μπορεί να προσφέρει τον ίδιο του το σώμα, την ίδια του την ύπαρξη, σε όλη την ανείπωτη καθαρότητά της. Η ίδια η ύπαρξη γίνεται από μόνη της δώρο και προσφορά, μπολιάζει τον κόσμο ζωή, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Ετούτη η άρρητη αγάπη, δεν έχει χρεία ανταλλάγματος, δεν είναι συναλλαγή, είναι τρόπος να υπάρχεις φτιαγμένος από τα ίδια πρωτογενή υλικά που 'ναι φτιαγμένες οι ανάσες κι οι ιστοί των σπλάχνων. Δεν κοιτάζει χρώμα, φύλλο, ηλικία και στην τελική ούτε είδος, οικογένεια κι ομοταξία.

Και το λέω αυτό, καθώς έχετε πιθανότατα γνώση της θαυμάσιας εκείνης φωτογραφίας , όπου μια νεαρή Ινδή της φυλής των Bishnoi θηλάζει απ' τη μία ένα ορφανό μωρό κι από την άλλη ένα απ' τα ζωντανά της, μια μικρή ινδική γαζέλα. Εδώ γίνεται φανερό, με τρόπο σχεδόν σοκαριστικό για έναν καλοσιδερωμένο σβέρκο, ότι εκείνο που στον ολοκληρωμένο άνθρωπο είναι φυσική συνέχεια της πράξης και της ύπαρξής του, στον τεμαχισμένο και τραγελαφικό δυτικό άνθρωπο φαντάζει πτωτικό και ζωώδες. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αντιστροφή ενος ανθρώπινου πολιτισμού, ο οποίος αντί να ενισχύει τον άνθρωπο και τη βαθιά του φύση του τον αποκαθηλώνει και τον εξανδραποδίζει στο επίπλαστο. Έτσι ο άνθρωπος καταλήγει μικρόψυχος και συνεκδοχικά μικρόνους (ή αντίστροφα). Δηλαδή, παρότι ευφυής, ο άνθρωπος καταλήγει άνισα μεγαλωμένος κι ως εκ τούτου αιχμηρός σε μία μόνο του έκφανση κι αμβλύς στις υπόλοιπες. Αποτέλεσμα; με τις αιχμές του διαρκώς τραυματίζει ή θανατώνει τον κόσμο γύρω του.

Η τρυφερή Ρόζα του Στάινμπεκ ακτινοβολεί βέβαια μέσα στον απάνθρωπο κόσμο των ανθρώπων, αλλά με φως αμυδρό για τη μήκη κύματος που 'χουμε συνηθίσει. Για ν' αντιληφθείς το φως της, θα πρέπει πρώτα να συνηθίσεις το σκοτάδι. Έτσι, το ίδιο περιστατικό που τότε, σ' εκείνη την πρώιμη και μαλθακή ηλικία, προκαλούσε αποστροφή κι απελπισία γίνεται τώρα η προοικονομία μιας συνέχειας κι όχι ενός πέρατος. Το μυθιστόρημα δεν τελειώνει εδώ, μα ούτε κι η ελπίδα. Συνεχίζονται σε κάποιον άλλο χρόνο, όσο ακόμα οι άνθρωποι εκείνοι θα έχουν κάτι να δίνουν από τον εαυτό τους. Τα σύνορα της πεπερασμένης οικογένειας καταρρέουν κι απλώνονται ίσαμε τα όρια της χρείας, που στην πραγματικότητα δε γνωρίζει όρια μα φτάνει, κι αυτή με τη σειρά της, ως εκεί που φτάνει ο άνθρωπος. Όμως, μη γελιέστε! Ο επίλογος του Στάινμπεκ δεν παύει στιγμή να είναι δίκοπο μαχαίρι. Όπως και να τον προσεγγίσεις δεν υπάρχει πιθανότητα να μην κοπείς. Μα υπάρχουν πληγές και πληγές, πληγές που θανατώνουν και πληγές που εξυγιαίνουν. Τι γύρευε στην πραγματικότητα να πει ο ίδιος δεν έχω ιδέα. Τι κι αν ετούτη η επανάγνωση των σαρανταπέντε χρόνων, γίνηκε πάλι μέσα στα ίδια δάκρυα; Αυτή τη φορά, τα δάκρυα έμοιαζαν λυτρωτικά και με κάποιον παράδοξο τρόπο ελπιδοφόρα.

Αναπόφευκτα, κάποτε μπαίνουμε στον πειρασμό της σύγκρισης. Ποια πράξη φαντάζει δυσκολότερη; Η υπέρβαση της ρωμαίας Πέρο απέναντι στον πατέρα της ή μήπως εκείνη της Ρόζας απέναντι σ' έναν άνθρωπο, παντελώς άγνωστο; Κατά πόσο έχει νόημα οποιαδήποτε σύγκριση δεν το γνωρίζω, σίγουρα όμως έχουνε νόημα οι σκέψεις και τα αισθήματα, τα οποία μια τέτοια προσπάθεια γεννά ή αποκαλύπτει. Η Πέρο έχει να ξεπεράσει κάτι περισσότερο απ' την «απλή» συνδρομή ενός δυστυχισμένου : χρειάζεται να αντιπαλέψει όλα εκείνα τα αιμομικτικά ταμπού και τους βιωματικούς τύπους, στον όνομα της αγάπης. Η ιδιότητα του πατέρα, αν και είναι η αφορμή (η Πέρο δεν παίρνει απόφαση να θηλάσει έναν τυχαίο βαρυποινίτη), χρειάζεται τώρα να εκτοπιστεί για ν' απομείνει γυμνή η καθαρότητα του ανθρώπου στην ύστατη ανάγκη του. Όμως, η υπέρβαση της νεαρής ρωμαίας δε σταματάει εκεί. Η Πέρο πρέπει ν' αντιπαλέψει όχι μόνο τις εσωτερικές της αντιθέσεις μα επιπλέον μια ολόκληρη κοινωνία. Τολμά ν' αντιτεθεί σ' ένα σύστημα εξουσίας κι έτσι γίνεται εφάμιλλη της Αντιγόνης - ή μήπως υπερτιμώ, από άγνοια ή προχειρότητα; Δε θα 'ταν άτοπο να ισχυριστούμε πως η πράξη της είναι μια καθαρά πολιτική πράξη κι ας μην έχει πρόθεση πολιτική. Έστω κι αν γίνεται στα μουλωχτά κι υπό μια κάποια ανοχή, γίνεται πάντα υπό καθεστώς εξουσίας κι ενάντια σε αυτό, επομένως είναι αναπόφευκτα πολιτική.

Θα μπορούσε, τώρα, κανείς να προβάλλει ένσταση σε τούτη τη γενίκευση : τελικά, δεν πρόκειται για «ρωμαϊκή» ευσπλαχνία, εν γένει, αλλά για πράξη καθαρά ατομική και μ' ανάλογα κίνητρα. Όμως ένας, κατά τ' άλλα, πουριτανός σχολιαστής περιγράφει εδώ πως, εντυπωσιασμένοι απ' την αυτοθυσία της νεαρής κόρης, οι ρωμαίοι αποφάσισαν κάποτε ν' αφήσουν τον πατέρα ελεύθερο, ως πράξη αναγνώρισης αυτού του μεγαλείου ψυχής - εξού και το «ρωμαϊκή». Υπό το πρίσμα ετούτο, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μια κοινωνία, η οποία υποκλίνεται σε μια πράξη, είναι μια κοινωνία η οποία αναγνωρίζει στην πράξη ετούτη κάτι από τον εαυτό της ή κάτι που θα επιθυμούσε να κατέχει, μ' άλλα λόγια όχι κάτι ξένο προς αυτή, μα κάτι οικείο. Δικαιούμαστε λοιπόν, μ' αυτόν τον τρόπο αλλά και μπόλικες ανοχές, να μιλούμε για «ρωμαϊκή» ευσπλαχνία, αντίς γι' ατομική. Κι ωστόσο η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται να υποστηρίζεται απ' την πηγή . Το διαδίκτυο δε μας κάνει εύκολα την τιμή για περισσότερα. Κάποτε βρίσκω και τη μεταγενέστερη παραλλαγή του Πλίνιου του πρεσβύτερου, σύμφωνη με την αφήγηση της απελευθέρωσης, μόνο που στην περίπτωση ετούτη φυλακισμένη είναι η μάνα.

Από την άλλη, η τρυφερή υπόκλιση της Ρόζας μπρος στην ανάγκη είναι μια πράξη περισσότερο θρησκευτική (με την πνευματική έννοια, όχι τη συστημική), παρά πολιτική. Δεν είναι η έστω μουλωχτή άρνηση ενός δούλου να υποταχτεί πλήρως σε ένα σύστημα, είναι η γεμάτη καρτερικότητα αναγνώριση ενός δεσμώτη αδελφού, πάντα μέσα στο καθεστώς της υποδούλωσης. Είναι, όμως κι επιπλέον, η άρνηση του δούλου να εκπέσει απ' το επίπεδο του ανθρώπου σ' εκείνο του κτήνους ή του νεκροζώντανου. Στο πρόσωπο της Ρόζας κάθε υπονοούμενο ιδιοκτησίας μοιάζει να καταρρακώνεται ως θνησιγενής ψίθυρος. Σα να λέμε στο χαμηλότερο σκαλί της φτώχειας η φτώχεια μοιάζει να μην έχει πια σημασία. Στην ασύλληπτη αυτή διάσταση  - από εμάς τους χορτάτους - είναι δυνατόν να μερισθεί το αδιαίρετο κι ο άνθρωπος δεν κρατά για τον εαυτό του τίποτε περισσότερο από το είναι του, κάτι που συνιστά πυρήνα αληθινής κοινωνίας. Όχι, δηλαδή, της γιαλαντζί κοινωνίας που λέμε των ανθρώπων, αλλά της άλλης, της κοινωνίας των προσώπων. Η Ρόζα υποτάσσεται στο κοινό πεπρωμένο, όχι όμως με την ιδιότητα του δούλου, αλλά ως απελεύθερη μιας βαθιάς συνειδητοποίησης. Γίνεται η ίδια μέσον, γίνεται γεφύρι προκειμένου να περάσει η ζωή απέναντι και να σωθεί. Η Ρόζα είναι η θραμβευτική νίκη επί του θανάτου, με όσους τρόπους κι αν το κοιτάξει κανείς. Οι πόροι περιορισμένοι, σχεδόν ανύπαρκτοι. Απομένει μόνον η επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η ζωή, να υπάρξει συνέχεια. Δεν είναι στιγμή για πολιτικές αλληγορίες κι ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται μίλια μακριά, σ' ένα απροσπέλαστο κάπου. Με την πρόφαση της αιδούς ή του δέους, ο Στάινμπεκ απομονώνει τη Ρόζα απ' την υπόλοιπη οικογένεια και την αφήνει μονάχη με την εξαθλιωμένη φιγούρα. Σε τούτη τη μυσταγωγία, ο κόσμος δε μπορεί να μετέχει γιατί ο κόσμος, ολόγυρα, καταρρέει. Κι εκεί, η γλυκιά Ρόζα, αποτραβηγμένη πια στα θεμέλια της ύπαρξης και με μια κίνηση την οποία ποτέ και καμία Παναγία δεν ετόλμησε, μη έχοντας την παραμικρότερη τροφή να μοιραστεί γίνεται τροφή η ίδια, γίνεται αγάπη, γίνεται θεμέλιο και φορτώνεται ολόκληρο τον κόσμο στον κόρφο της.


No comments:

Post a Comment