Πτωχοπρόδρομος VS Καραγκιόζη

Περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο και χαζεύοντας διάφορα περί Πτωχοπροδρομικών, η πρώτη διαπίστωση ήταν το πόσο δύσκολο στέκεται να ξεχωνιάσει κανείς το πλήρες κείμενο και όχι επιλεγμένα αποσπάσματα, κατά το δοκούν του κάθε αρθρογράφου. Προφανώς, άμα δεν είσαι ακαδημαϊκός να 'χεις πρόσβαση στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, θεωρείται παράδοξο στη πλέμπα να ζητά αυτούσιες πηγές και όχι τ' αποφάγια της όποιας κριτικής παρουσίασης. Είναι άκρως κεχαριτωμένοι όλοι ετούτοι οι φιλολογούντες, οι οποίοι παραθέτουν τα πλέον (κατ' αυτούς) χαρακτηριστικά και τετριμμένα αποσπάσματα, αλλά παράλληλα προβαίνουν σε πλήστα όσα ενδιαφέροντα σχόλια, από σημεία του κειμένου, τα οποία ξεχρεώνονται με φτωχικά δίστιχα. Ευτυχώς, η όποια έρευνα έχει καθαυτή τη χαρά της, μα και κρυμμένους θησαυρούς, διαφορετικά θα 'πρεπε να 'ναι κανείς πραγματικά εξοργισμένος. Την ίδια κατάντια θα συναντήσεις, άμα πιάσεις να γυρέψεις πλήρη και μεταφρασμένα τα κείμενα της αρχαιοελληνικής μας γραμματείας. Την εποχή της τεχνολογίας και του διαδικτύου, θα 'πρεπε να 'ναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να κάμεις μια έτσι, στις 2 το πρωί και να διαβάσεις κάποιο απόσπασμα του Λουκιανού, επειδή κάτι θυμήθηκες, με κάτι ενθουσιάστηκες ή, τελικά, επειδή έτσι γουστάρεις, βρε αδερφέ. Είναι ντροπή, εν έτει 2018, άμα δεν πληρώσεις αδρά τον όποιο εκδοτικό οίκο - καθότι η κληρονομιά είναι τεράστια - να μην έχεις την παραμικρή ελπίδα άμεσης και ανεμπόδιστης πρόσβασης, διαδικτυακά, στον αστείρευτο τούτο πλούτο. Τουναντίον, αν αναζητήσεις τα βυζιά της κάθε Μενεγάκης, δε θα σε φτάνει μια βδομάδα να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της Google. Φυσικά, υπάρχει πάντα και ο παλιός, κλασικός τρόπος, να σηκωθείς απ' την παράγκα σου και να γυροφέρνεις στις βιβλιοθήκες. Δεν είναι κακό. Μπορεί να υπάρχουν ίσαμε και δέκα δημοτικές βιβλιοθήκες ανοιχτές και πλήρεις, στην κοιτίδα του πολιτισμού. Φαντάζομαι διακρίνετε την ειρωνία.

Τέλος πάντων, όπως τό 'θιξα ήδη, κάθε έρευνα έχει και τα τυχερά της και συχνά βρίσκεις πράγματα, ακόμα πιο ενδιαφέροντα κι από 'κείνο που γύρευες αρχικά. Ή πράγματα, που ίσως ποτέ να μη σκεφτόσουν, από μόνος σου. Έτσι, έπεσα και σε τούτο το μικρό πόνημα κάποιας Markéta Kulhánková, όπου η καλή Μαρκέτα εξετάζει τη «γονιδιακή» σχέση μεταξύ Πτωχοπρόδρομου και Καραγκιόζη. Ή μάλλον εξετάζει περισσότερο το ενυπόστατο της κωλοκαούρας μερικών, να εκβιάσουν τη σύνδεση. Η αφορμή - δηλαδή ένα σκηνικό που διαδραματίστηκε το 2010 στην Unesco, όταν ο Καραγκιόζης αναγνωρίστηκε ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Τουρκίας - μας είναι παντελώς αδιάφορη. Λες και ο πολιτισμός είναι χαρτοκοπτική, να πιάσεις και να τον κόψεις, πάνω στη διακεκομμένη γραμμή, με σήμα το ψαλιδάκι, κι όχι ζωντανός οργανισμός κι αγέρας, που αψηφά πελάγη κι υφαλοκρηπίδες. Σα να μην ανασαίνουν τον αέρα τούτον άνθρωποι, παρά μονάχα υπήκοοι. Και σα να μην είναι κοινός ο τρόπος που η ανάσα πυκνώνει στα στήθη, δίνοντας στον άνθρωπο σχήμα και, συνάμα, παίρνοντας το σχήμα του ανθρώπου. Τέλος πάντων, το 'χουν αυτό οι ανόητοι, να νιώθουνε γυμνοί άμα το φύλλο συκής, που' χουνε μαγκωμένο χαμηλά τους, δεν έχει στάμπα τον οίκο μόδας της καταγωγής τους. Η Μαρκέτα, ωστόσο, δεν έχει σχέση με αυτό το τσιρκολέτο. Έχει-δεν έχει δίκιο, είναι ακαδημαϊκή και νηφάλια.

Παρόλη την αγάπη μου, ωστόσο, για 'κεινο το μηδαμινό απόσπασμα του σχολικού βιβλίου, το «Μάθε τσαγκάρην το παιδίν σου», ή όποια άλλα ακολούθησαν με τον καιρό, ουδέποτε πέρασε απ' το μυαλό μου, πως θα μπορούσε ετούτος 'δω ο Καραγκιόζης, να είναι ένας μακρινός απόηχος, εκείνης της μεσοβυζαντινής δημιουργίας. Ή καλύτερα, όχι απόηχος, παρά μετάπλασμα και ζύμωση, μέσα στις χωμάτινες, λαϊκές καρδιές, που μεσολάβησαν με τους αιώνες. Κι έτσι, μόλις, έπεσε στην αντίληψή μου η σύντομη, συγκριτική περίληψη της Kulhánková, τη ρούφηξα με αμέριστο ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό. Να πω την αλήθεια, από μικρό παιδί, ουδέποτε στάθηκα ένθερμος θιασώτης του Καραγκιόζη - παρότι η τεχνική σύλληψη του θεάτρου σκιών με συνάρπαζε. Εκ των υστέρων συλλογιζόμενος, υποθέτω η πολλή καρπαζά δεν προκαλούσε την ίδια ευχαρίστηση σ' εκείνους που την έδιναν και σ' εκείνους που την εισέπραταν στο σπίτι. Πάρα τις πικάντικες, προσωπικές λεπτομέρειες, ωστόσο, υπήρχε σίγουρα κάτι άλλο - κάτι απροσδιόριστο προς το παρόν - που δεν κατάφερνε να γεφυρώσει την απόσταση απ' τη σκηνή, ως την καρδιά μου. Μ' ασχέτως προσωπικών θέσεων και προτιμήσεων, πάντα ενθουσιάζομαι εξίσου όταν ανακαλύπτω μιαν άγνωστη, μέχρι πρότινος, σχέση. Κάθε που αποκαλύπτονται αρμοί και συναρτήσεις μεταξύ στοιχείων, που στέκονταν στο μυαλό μου παράταιρα, μακρινά ή άσχετα, ενθουσιάζομαι με τον ίδιο πάντοτε ζήλο, σαν το παιδί που του προσφέρουν ένα καινούργιο δώρο. Κι οι συνδέσεις αυτές παραμένουν εντυπωσιακά ανεξίτηλες στη μνήμη και το χρόνο, εν αντιθέσει συχνά με τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν. Παράδοξα του νου.

Κι ωστόσο - πίσω στο θέμα μας - όσο περισσότερο σκεφτόμουν αυτή τη νέα σύνδεση, τόσο περισσότερο εξακολουθούσε να παραμένει παράταιρη, σ' ένα της μέρος, παρά την καλή προαίρεση της προαναφερθείσας ανάλυσης. Ώσπου, τελικά, κατάλαβα. Όχι ποια είν' η αλήθεια, φυσικά, παρά 'κείνο που 'νιωθα μέσα μου κι αντιστεκόταν, ν' αποδεχτεί στον Πτωχοπρόδρομο έναν προπάτορα του Καραγκιόζη. Τώρα, δε θα κάνω συγκριτική φιλολογία, σάματις ξέρω τι 'ναι κι αυτό, που μόλις έγραψα. Πιθανότατα, κάποτε ή σε κάποιο κόσμο παράλληλο, η φιλολογική έρευνα να επιτύχει επαρκή ταύτιση, τούτου του γενεαλογικού δέντρου, που μας απασχολεί. Αν υπάρχουν πτωχοπροδρομικά στοιχεία τα οποία στέκονται απαράλλαχτα και με την ίδια δυναμική στον Καραγκιόζη (η κοινή ψωμο-λύσσα, ο αυτο-σαρκασμός, ο οικογενειακός βίος ή άλλα), τούτα είναι μια πλευρά του ζητήματος. Η φιλολογική είναι μια άλλη. Μα διακρίνω μίαν ακόμη, τούτη τη φορά ηθολογική. Και σύμφωνα μ' αυτήν, η ποιότητα του λακέ Πτωχοπρόδρομου δεν έχει την παραμικρή σχέση μ' εκείνη του άξεστου μ' αξιοπρεπή Καραγκιόζη.

Ο Καραγκιόζης είναι γιομάτος ελαττώματα. Ειδικά ιδωμένον από την εποχή μας, θα μπορούσε να του προσάψει κανείς ένα σωρό -ισμούς και άλλα ευγενή. Αλλά λακές και κωλογλείφτης δεν ήτανε ποτέ. Φυσικά, δεν είναι τίμιο να μιλούμε για έναν Καραγκιόζη, εφόσον πρόκειται για ήρωα συλλογικό και όχι έμπνευση ενός ανθρώπου, μονάχου - το τελευταίο θα μπορούσε, βέβαια, να ειπωθεί και για τον ίδιο τον Πτωχοπρόδρομο, όπως διαφαίνεται κι από τη φιλολογική έριδα, αλλά τούτο ουδόλως επηρέαζει το επιχείρημά μου. Παρόλα αυτά, κανείς επιμέρους δημιουργός και καραγκιοζοπαίχτης δεν τόλμησε να τον παρουσιάσει ποτέ, γονυκλινή και παρατρεχάμενο, από χαρακτήρα. Ο Καραγκιόζης - τόσο στη βάση του υποκειμενικού μου αισθήματος,  παιδιόθεν, όσο κι από μια πρόχειρη αναζήτηση σ' ό,τι βρήκα εύκαιρο - αν και βουτηγμένος στην εξαθλίωση και την ανέχεια, ουδέποτε ζητιάνεψε το παραμικρό και η καμπούρα του έχει τόση σχέση με την δουλική υπόκλιση, όση έχει η κοιλιά του με τη χόρταση. Με την ίδια άξεστη ευθύτητα, που απευθύνεται στα παιδιά του ή στον υστερόβουλο και δουλοπρεπή Χατζηαβάτη, ομοίως απευθύνεται προς τον ίδιο το Μπέη, το Βεζύρη και πιθανότατα κι εκείνον το Σουλτάνο. Παρόλη την καμπούρα του, δε μασάει από κυφώσεις τούτος ο Καραγκιόζης κι ο μόνος κύρης του, καταπώς φαίνεται, δεν είναι άλλος ανώτερος, από την ίδια του την πείνα.

Δεν είναι απίθανο να υπάρχουν παραστάσεις, στις οποίες υπό το φόβο του ξύλου, κάποτε-κάποτε να συνετίζεται κι ο Καραγκιόζης. Αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο. Η εξουσία απ' το 'να αυτί του μπαίνει κι από το άλλο βγαίνει, μην αφήνοντας καμία εσωτερική αλλοίωση, πέραν δηλαδή από τις μελανιές της καρπαζιάς. Θα 'λεγε κανείς (κι ίσως οφείλω να το ψάξω, αργότερα) πως ο Καραγκιόζης έχει περισσότερη σχέση με το φιλοσοφικό κυνισμό του Διογένη, παρά με τη μικροψυχία του Πτωχοπρόδρομου. Μπορείς να φανταστείς τον Καραγκιόζη, δίχως την παραμικρή ασυνέπεια, να γνέφει του Σουλτάνου να παραμερίσει, γιατί του κόβει τον ήλιο, ή να χαϊδολογάει την ψωλή του σε καμιαν αυλή. Μα δε μπορείς στιγμή να τονε φανταστείς καμπουριασμένο, να ζητιανεύει φασολάδα στην ξώπορτα του σαραγιού. Άμα το θέλει ο Γιαραμπής, από συντυχία ή από κάποιο θέλημα, κάποτε η φασολάδα θα 'ρθει να τονε βρει εκείνη, παρά να την παρακαλά. «Να 'χαμε μια φασολάδα» αναστενάζει ο λαϊκός ήρωας κι ούτε στιγμή «δος μου να φάω»! Ο Καραγκιόζης είναι ένας άφταστος αναρχικός, δίχως ιδέες και νταλκάδες πάνω ή μέσα στο κεφάλι του. Θωρεί όλους τους ανθρώπους ίσα στα μάτια, ούτε ψηλότερα, ούτε χαμηλότερα. Ενίοτε στέκει με σεβασμό απέναντι σε μια πράξη ηρωική ή τον έρωτα δυο νέων, μα ως εκεί. Θα μπορούσες να τον έλεγες και πρόσωπο πολιτικό, αν δηλαδή αποφάσιζε να πάρει τη μοίρα της ζωής του στα χέρια του. Μα ως κι αυτό βαριέται. Με άλλα λόγια, δε βάνει στο σβέρκο του κανένα χρέος, χρηματικό, ηθικό ή άλλο. Η βία του Βεληγκέκα, του Βεζύρη ή της όποιας εξουσίας, έχει προσωρινή εφαρμογή κι ουδέποτε εσωτερικεύεται, ουδέποτε γίνεται η υποταγή υποτακτικότητα και τιμόνι στο κεφάλι του, όπως τα 'λεγε ο συγχωρεμένος Στίρνερ.

Σε αντιδιαστολή, η στάση του Πτωχοπρόδρομου, αν απομονωθεί από το σατιρικό στοιχείο, μόνο αηδία μπορεί να προκαλέσει. Ως στάση, βέβαια, και όχι ως αφήγημα, καθώς τα μπλέκει ο Κόντογλου και τον καταδικάζει σε λάθος βάση. Καθότι ο Πτωχοπρόδρομος δεν παύει στιγμή να 'ναι απολαυστικός, μέσα στη δουλικότητά του, κι ο λεξιλογικός πλούτος δεν εξαντλείται στους καταλόγους των βυζαντινών εδεσμάτων, αλλά όμοια και στους αστείρευτης φαντασίας λιβανωτούς, που καίει προς τον αυτοκράτορα. Ο Κόντογλου επιτρέπει στην προσωπική του αποστροφή ν' αναγνωρίσει το ένα, μα να φιλτράρει τ' άλλο κι έτσι ξεπερνά το υποκειμενικό και γίνεται άδικος. Αλλά τι σχέση έχει ο γλωσσικός τούτος περίδρομος του Πρόδρομου, η εθελούσια αυτο-ταπείνωση κι ο εξευτελισμός, με το αδέσμευτο πνεύμα και τον ωχαδερφισμό του Καραγκιόζη, αδυνατώ να καταλάβω. Ο Πτωχοπρόδρομος είναι μάλλον ο πρόδρομος του ραγιαδισμού ή όποιου συνώνυμου, κατά την εποχή του. Είναι ο Κριτόβουλος, που πλέκει το εγκώμιο του Μωάμεθ. Η αυλοκολακεία του δεν είναι το τελευταίο καταφύγιο των στομαχικών του επιταγών, αλλά στάση ζωής και ήθος, που οι περιστάσεις απλά το χρωματίζουν, παρά το δημιουργούν. Μπορεί κανείς, κάλλιστα, να φανταστεί το απαράμιλλο γλείψιμο, να επαναλαμβάνεται με αυτούσιο το μεγαλείο του και πέραν της κατάπαυσης του κοιλιακού πυρός : άλλοτε για μια έδρα στο Πανδιδακτήριο, άλλοτε για μια θέση στην Αυλή, άλλοτε πάλι για μια μεζονέτα στα Πριγκηποννήσια. Ο Πτωχοπρόδρομος γλείφτης γεννήθηκε και τέτοιος θα πεθάνει, ακόμα κι ανάμεσα στα πλούτη και τα φαγοπότια.

Θεωρώ, καταλήγοντας, ότι τα χάσματα που χωρίζουν τον Πτωχοπρόδρομο από τον Καραγκιόζη είναι πολύ μεγαλύτερα από τις φιλολογικές ομοιότητες ή διαφορές. Ο πρώτος είναι δουλεμένος από το χέρι ενός ή περισσότερων ανθρώπων, που έμαθαν να ζουν ως υποτακτικοί, όπως συμβαίνει συχνά στους κύκλους των λογίων και των γραμματιζούμενων δειλών. Ποια λαϊκή απήχηση είχαν τα πτωχοπροδρομικά, σε ποια ακριβώς κοινωνικά στρώματα και ποια η μετάπλασή τους, στους αιώνες που ακολούθησαν, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία, ώστε να σχολιάσουμε - σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Kulhánková. Ο Καραγκιόζης, από την άλλη κι ασχέτως γενεαλογικής ακολουθίας, είναι σμιλεμένος μέσα στη φωτιά της λαϊκής καρδιάς, η οποία είναι ελεύθερη από τη φύση της, κι αν παραμένει υπήκοος, το κάνει μόνο και μόνο από αδυναμία στρατηγική κι όχι από αδύναμη βούληση. Ίσως, πάλι, κι από βαθιά γνώση, πως στην τελική η απόλυτη ένδεια είναι ήττα κοινωνική, παρά επαναστατική. Σα να λέμε, δηλαδή, πως για το φτωχό κι αθλιωμένο όλα τ' αφεντικά - αντιδραστικά ή επαναστατικά - έχουν την ίδια μούρη και η κατάντια του ενός καθιστά υπόλογη ολάκερη την κοινωνία, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς. Μόνον ο συνάνθρωπος, ιδωμένος ως αδερφός και σύντροφος, αποτελεί διέξοδο και στήριγμα από την ταπείνωση. Με άλλα λόγια, η φασουλάδα του Καραγκιόζη, αν φτάνει κάποτε, είναι απ' τ' απλωμένο χέρι μιας γειτόνισσας, παρά το γενναιόδωρο πουγκί τ' όποιου Βεζύρη. Κι αυτό ο Καραγκιόζος το ξέρει πολύ καλά.

No comments:

Post a Comment