Υποκείμενο

Κάποια φορά, Μοναστηράκι, πετυχαίνω στο διπλανό τραπέζι τύπο τόσο κατεστραμμένο, ώστε έτριβα τ' αυτιά μου για να το πιστέψω. Συνοδευόμενος από χαριέστατη φυσιογνωμία, μιας γάμμα δεκαετίας, πάλευε να την αλώσει απεγνωσμένα - μ' αν έκρινα ορθά απ' το πεινασμένο μάτι - με απώτερο στόχο όχι και τόσο τα εσωτερικά χαρίσματα. Όμως το θέμα ήταν ακριβώς ετούτο : πώς πάλευε να το πετύχει, ο δόλιος, πώς;; Διαβάζοντάς της ποίηση! Ναι, ναι, ΠΟΙΗΣΗ!! Αν έχετε το θεό σας : ΠΟΙ-Η-ΣΗ!!! Το 2018 ή πρόπερσι!! Πολιορκούσε τη συνοδό του, με στιχουργήματα και σωρεία καμένων, φιλοσοφικών κλισέ, του τύπου : το εφήμερο της στιγμής, η ανυπαρξία του αύριο και άλλα τέτοια, που συγκινούν ως και τις ρέγγες - αλλά πρωτίστως τους παντρεμένους. Έτσι, αναίσχυντα. Μέσα στο καταμεσήμερο, δίχως ντροπή κάτω απ' τον ήλιο! Δίχως τον παραμικρό σεβασμό για τ' αρχαία μάρμαρα, στο φόντο, ή για μας δίπλα, που πίναμε καφέ ανυποψίαστοι από την ερωτική λαιμαργία και τα πάθη του Κόσμου!

Έχει περάσει καιρός, από τη μέρα εκείνη. Τόσα φεγγάρια κι εγώ, παρόλα αυτά, δεν έχω καταφέρει να σταυρώσω γκόμενα. Μου μπήκαν τα διαόλια. Βρε λες; λέω στον εαυτό μου. Μήπως να πέσω τόσο χαμηλά και να το ρίξω στην κουλτούρα; Τι έχω να χάσω, το λοιπόν; Πόσο περισσότερο ρεζίλι να γίνει κανείς, απ' εκεί που ήδη βρίσκομαι;; Μια και δυο, να πούμε, ξεχωνιάζω τα παλιά, σχολικά βιβλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πέφτω με τα μούτρα. Από τότε, ξαπλώνω κάθε βράδυ αγκαλιά με το Διγενή Ακρίτα και τον Άγουρο Ποθοφλόγιστο - παρέα, δυστυχώς, λίαν τριχωτή για τα προσωπικά μου γούστα. Μα κάμω υπομονή. Κάποτε θα γίνω άνθρωπος βαθύς και καλλιεργημένος, θα γίνω τέρας μόρφωσης και λυρισμού. Ο λόγος μου θα γλιστρά μελίρρυτος και τα χείλη μου θα στάζουν ρίμες και παρομοιώσεις. Και τότε, θα βρεθώ επιτέλους θρονιασμένος στις άβολες, ψάθινες καρέκλες των Διόσκουρων, μ' ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και τη γυναίκα των ονείρων μου - ή έστω ένα μη χείρον γκομενάκι - να γέρνει μαυλιστικά στον κόρφο μου.

Ίσαμε εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, θα λουφάξω στη γωνίτσα αυτή και θα παραμιλώ τα σωθικά μου. Μα να τα πούμε, τώρα, και λίγο σοβαρά. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να διαβάζει λογοτεχνία, τόσο μα τόσο βυθισμένος στη διήγηση, ώστε να μην κάνει παράλληλα σκέψεις δικές του. Οι σκέψεις αυτές, είναι μια δεύτερη λογοτεχνία, που αναπτύσσεται στο σκελετό της πρώτης, ντύνοντας με νέα σάρκα τη σάρκα που διεκδικεί η φθορά. Οι σκέψεις των ανθρώπων, που διαβάζουν καθημερινά, δημιουργούν τόσες παραλλαγές, όσες κι οι αναγνώσεις. Είμαι βέβαιος πως ο πλούτος ετούτης της παραγωγής βάνει κάτω ίσαμε και χίλια διδακτορικά Φιλολογίας. Αυτά τα μπολιάσματα είναι εξίσου πολύτιμη κληρονομιά με τα γραμμένα κι ας είναι αφανής. Είναι ένας ανθρώπινος κόσμος σιωπηλός, που υφέρπει καρτερικά στ' όργωμα των γενεών και των αιώνων. Πότε θ' ανθίσει, τι σοδειά θα δώσει, δεν υπάρχει άνθρωπος να το προοικονομίσει. Ίσως να γίνει, μοναχά, τρόπος που το χέρι θ' απλώσει, κάποτε, να προσφέρει ένα ποτήρι νερό ή να γλιτώσει από την άβυσσο. Τούτο το «μοναχά» ωστόσο - τούτος ο σιωπηλός κόσμος - είναι για μας, όλο κι όλο, ό,τι μας απομένει. Είναι τα πάντα.

Κάποτε-κάποτε, γράφουμε κι εμείς. Ψελλίζουμε βεβιασμένα και άγαρμπα. Δεν έχει σημασία το ταλέντο, η κλίση. Οι διεργασίες μπήκαν σε κίνηση από το λόγο 'κείνον. Τρύπωσε κάποτε μέσα μας, ξεχειλίζοντας από σελίδες που μοσχομύριζαν χαρτί και υπόσχεση. Τούτη η κίνηση είναι η δεύτερη ζωή μας. Δεν τη γνωρίζουν στη δουλειά, δεν κουτσομπολεύεται στην καφετέρια. Μένει κρυφή ως κι απ' τη μάνα μας την ίδια. Κι ωστόσο την κουβαλάμε εκκωφαντικά και αδιάλλειπτα σε κάθε μας βήμα, στοιβαγμένοι στο λεωφορείο ή αντιμέτωποι με τον ορίζοντα, όμοια. Είναι μεγάλη κουβέντα αν μπαίνουν τα αισθήματα σε λέξεις, αν χωρούνε ή αν πρέπει. Είμαστε εν μέρει ορυκτά ακατέργαστα κι εν μέρει λαξευμένα τεχνουργήματα, αλλά είμαστε. Κι ούτε ο κίονας είναι μάρμαρο περισσότερο απ' το μάρμαρο, ούτε το μάρμαρο κίονας πιο λίγος απ' τον πρώτο. Το τι μπορούμε να πούμε ή να γίνουμε, είναι γρίφος κρυμμένος στο αδούλευτο μάγμα του νου. Μα κι εκείνο που λέμε ή που πράττουμε δεν είναι από ύλη διαφορετική, άλλη απ' την πυρά των σπλάγχνων. Δεν είναι παρά μια ανάγνωση του ανέκφραστου. Μια μόνο ανάγνωση, από τις άπειρες. Μια κοίτη να κυλούμε, από τις κοίτες. Μια ζωή δε φτάνει, βέβαια, για να διαβάσεις μια ζωή - δική σου ή άλλη. Εν τέλει, δεν έχει διαφορά. Διαβάζοντας ένα βιβλίο ή έναν άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο, φτιάχνεις μι' ανάγνωση του εαυτού σου. Μόνο που αλλάζουνε οι λέξεις. Κάποτε γίνονται αγγίγματα, βλέμματα, ήχοι, κίνησες, οι ζωές των αγαπημένων μας, μα δεν παύουν στιγμή να είναι λέξεις, με τον άρρητο δικό τους τρόπο.

Στα επόμενα, απλά, κάποιες δικές μου αναγνώσεις. Καλό ταξίδι...

No comments:

Post a Comment